ἀπόνιμμα: Difference between revisions
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κ. -[[νιψίδι]], το (Α [[ἀπόνιμμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[νερό]] με το οποίο πλύθηκε [[κάποιος]] ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νερό]] για τον καθαρισμό των χεριών. | |mltxt=κ. -[[νιψίδι]], το (Α [[ἀπόνιμμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[νερό]] με το οποίο πλύθηκε [[κάποιος]] ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νερό]] για τον καθαρισμό των χεριών. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπόνιμμα:''' -ατος, τό, = [[ἀπόνιπτρον]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀπονιπτω)
A = ἀπόνιπτρον, Plu.Sull.36: esp. water for purifying the dead or the unclean, Clidem.(or Anticlid.)ap. Ath.9.409f, cf. 410a.
German (Pape)
[Seite 316] τό, Waschwasser, Plut. Syll. 36, nach Ath. IX, 409 f bes. ἐπὶ τῶν εἰς τιμὴν τοῖς νεκροῖς γενομένων καὶ ἐπὶ τῶν τοὺς ἐναγεῖς καθαιρόντων, also eine Art Weihwasser.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόνιμμα: τό, (ἀπονίπτω) = ἀπόνιπτρον, Πλουτ. Σύλλ. 36· ἰδίως ὕδωρ πρὸς κάθαρσιν τῶν νεκρῶν καὶ τῶν ἀκαθάρτων, Κλείδημος παρ’ Ἀθην. 409F, πρβλ. 410Α.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
eau qui a servi à se laver.
Étymologie: ἀπονίζω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 agua lustral para purificaciones y rituales de iniciación, Anon.Hist.FGH 356, en ritos funerarios ὑμῖν ἀπόνιμμα οἷς χρὴ καὶ οἷς θέμις Clidem.14 (= Lyr.Iamb.Adesp.25a), cf. Ath.409f.
2 agua de haberse lavado como remedio curativo, Gal.14.471, sin otra connotación, Plu.Sull.36, τὸ ἀ. τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν Ath.409f.
Greek Monolingual
κ. -νιψίδι, το (Α ἀπόνιμμα)
νεοελλ.
το νερό με το οποίο πλύθηκε κάποιος ή κάτι
αρχ.
νερό για τον καθαρισμό των χεριών.
Greek Monotonic
ἀπόνιμμα: -ατος, τό, = ἀπόνιπτρον, σε Πλούτ.