ἄπωθεν: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄπωθεν]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> από [[μακριά]] ή [[μακριά]]<br /><b>2.</b> [[μακριά]] από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <i>οἱ [[ἄπωθεν]]<br />οι ξένοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>από</i>. Το <i>ω</i> του τύπου εξηγείται κατ' [[αναλογία]] [[είτε]] [[προς]] το [[πόρρωθεν]] [[είτε]] [[προς]] τα <i>απωτέρω</i>, <i>απωτάτω</i>, που χρησιμοποιούνται ως [[συγκριτικός]] και [[υπερθετικός]] αντιστοίχως του [[άπωθεν]]].
|mltxt=[[ἄπωθεν]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> από [[μακριά]] ή [[μακριά]]<br /><b>2.</b> [[μακριά]] από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <i>οἱ [[ἄπωθεν]]<br />οι ξένοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>από</i>. Το <i>ω</i> του τύπου εξηγείται κατ' [[αναλογία]] [[είτε]] [[προς]] το [[πόρρωθεν]] [[είτε]] [[προς]] τα <i>απωτέρω</i>, <i>απωτάτω</i>, που χρησιμοποιούνται ως [[συγκριτικός]] και [[υπερθετικός]] αντιστοίχως του [[άπωθεν]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄπωθεν:''' επίρρ.,<br /><b class="num">1.</b> από [[μακριά]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[μακριά]] από, σε Ευρ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 21:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπωθεν Medium diacritics: ἄπωθεν Low diacritics: άπωθεν Capitals: ΑΠΩΘΕΝ
Transliteration A: ápōthen Transliteration B: apōthen Transliteration C: apothen Beta Code: a)/pwqen

English (LSJ)

(in late Poets also ἄπωθε, Q.S.6.647, AP7.172 (Antip. Sid.)), Adv.

   A from afar or afar, S.Ant.1206, Tr.816, E.Heracl.674, Ar.Av.1184, etc.; οἱ ἄπωθεν strangers, outsiders, Arist.Rh.1371a12, al.    2 c. gen., far from, νεώς E.IT108, cf. Ar.Pl.674, Th.3.111, Babr.1.12; cf. ἄποθεν.

German (Pape)

[Seite 341] = ἄποθεν, von ferne, Tragg.; Ar. In Prosa schwankt die Form sehr, doch hat Bekk. sie in den Rednern u. Arist. an einigen Stellen hergestellt, vgl. Lob. Phryn. 9.

French (Bailly abrégé)

1 adv. de loin;
2 prép. loin de, gén. ; fig. κἂν ἄπωθεν ᾖ EUR même s’il est étranger (aux maux qu’il peut secourir).
Étymologie: ἀπό, -θεν.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἄποθεν Arist.GA 769a25, Aesop.219.1, D.P.Au.1.7 y frec. en mss.; ἄπωθε Call.Fr.194.97, 197.25, AP 7.172 (Antip.Sid.), Q.S.6.647, 8.54, 12.293
I adv.
1 c. verb. de percepción, hablar, etc. de lejos ἄ. ... κλύει S.Ant.1206, ἄ. ... τὸ ἀνδρεῖον ... ἐπικομποῦσιν hacer de lejos alarde de valor Th.4.126, φαίνεσθαι Plb.34.11.15.
2 c. verb. de situación o reposo lejos πόσον τι δ' ἔστ' ἄ. Ἀργεῖον δόρυ; ¿a qué distancia está el ejército argivo? E.Heracl.674, ὅ ἐστιν ἔλασσον ἄ. Th.4.67, περιμένειν Th.8.69, cf. Ar.Au.1184, Aesop.219.1, 2, 147.1, 2, 3, Babr.1.12, Q.S.12.293, PMasp.151.207 (VI d.C.), εἶργον ἄ. νέφος AP l.c.
3 subst. οἱ ἄ. los lejanos, los alejados τοιαῦτα οἷα τοῖς ἄ. φαίνεται tal como aparecen a los que están lejos Arist.Metaph.1010b5, cf. GA l.c.
en rel. con lazos sociales los extraños, foráneos οἱ συνήθεις καὶ πολῖται τῶν ἄ. (son tenidos por más verídicos) los íntimos y ciudadanos que los extraños Arist.Rh.1371a12, cf. Sm.Ez.27.28.
II prep. de gen. lejos de ὀφθαλμῶν ἐμῶν S.Tr.816, νεώς E.IT 108, cf. Q.S.7.622, τῆς Ὄλπης Th.3.111, ὀλίγον ἄ. τῆς κεφαλῆς no muy lejos de la cabeza Ar.Pl.674, cf. D.43.80, τῶν δενδρέων Call.Fr.194.97.

Greek Monolingual

ἄπωθεν επίρρ. (Α)
1. από μακριά ή μακριά
2. μακριά από κάποιον ή κάτι
3. οἱ ἄπωθεν
οι ξένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < από. Το ω του τύπου εξηγείται κατ' αναλογία είτε προς το πόρρωθεν είτε προς τα απωτέρω, απωτάτω, που χρησιμοποιούνται ως συγκριτικός και υπερθετικός αντιστοίχως του άπωθεν].

Greek Monotonic

ἄπωθεν: επίρρ.,
1. από μακριά, σε Σοφ., Ευρ.
2. με γεν., μακριά από, σε Ευρ., Θουκ.