ἄρεσκος: Difference between revisions
τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄρεσκος]], ο, η (AM)<br /><b>1.</b> [[ευχάριστος]] στους τρόπους<br /><b>2.</b> αυτός που προσπαθεί να γίνει [[αρεστός]] με [[κάθε]] τρόπο, [[δουλοπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρέσκω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρέσκεια]], [[αρεσκόντως]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρεσκεύομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αυτάρεσκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρωπάρεσκος]], <i>ευάρεσκος</i>, [[οχλοάρεσκος]]]. | |mltxt=[[ἄρεσκος]], ο, η (AM)<br /><b>1.</b> [[ευχάριστος]] στους τρόπους<br /><b>2.</b> αυτός που προσπαθεί να γίνει [[αρεστός]] με [[κάθε]] τρόπο, [[δουλοπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρέσκω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρέσκεια]], [[αρεσκόντως]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρεσκεύομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αυτάρεσκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθρωπάρεσκος]], <i>ευάρεσκος</i>, [[οχλοάρεσκος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄρεσκος:''' -η, -ον, αυτός που προκαλεί [[ευχαρίστηση]], [[ευχάριστος]]· κατά κανόνα όμως με αρνητική [[σημασία]], [[χαμερπής]], [[δουλοπρεπής]], σε Αριστ., Θεόφρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον,
A pleasing, mostly in bad sense, obsequious, cringing, Arist.EN1108a28, 1126b12, Thphr.Char.5.1. II ἄρεσκος, ὁ, the staff borne by πορνοβοσκοί on the stage, Poll.4.120.
German (Pape)
[Seite 348] η, ον, schmeichlerisch, Arist. Eth. Nic. 9, 10; vgl. Theophr. char. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cherche à plaire, obséquieux.
Étymologie: ἀρέσκω.
Spanish (DGE)
-η, -ον
I adj.
1 peyor. obsequioso, adulador, servil Arist.EN 1108a28, 1126b12, Thphr.Char.5.1.
2 posit. que desea agradar, amable Hsch.
II subst. ὁ ἄ. n. cóm. dado al bastón del alcahuete de una casa de lenocinio, Poll.4.120, Hsch.
Greek Monolingual
ἄρεσκος, ο, η (AM)
1. ευχάριστος στους τρόπους
2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω.
ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως
αρχ.
αρεσκεύομαι.
ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος
αρχ.
ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος].
Greek Monotonic
ἄρεσκος: -η, -ον, αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, ευχάριστος· κατά κανόνα όμως με αρνητική σημασία, χαμερπής, δουλοπρεπής, σε Αριστ., Θεόφρ.