ἀπονωτίζω: Difference between revisions
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπονωτίζω]] (Α)<br />[[αναγκάζω]] κάποιον να στρέψει τα [[νώτα]] και να φύγει. | |mltxt=[[ἀπονωτίζω]] (Α)<br />[[αναγκάζω]] κάποιον να στρέψει τα [[νώτα]] και να φύγει. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπονωτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αναγκάζω]] κάποιον να στρέψει τα [[νώτα]] και να φύγει, <i>τινά</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A turn one's back and flee, S.Fr.713; trans. in causal sense, ἀ. τινὰς φυγῇ E.Ba.763.
German (Pape)
[Seite 317] den Rücken abkehren, wie Hesych. aus Soph. frg. 638 ἀπενώτισαν erkl.: ἀπέστρεψαν τὰ νῶτα; dah. φυγῇ τινα, Elnen in die Flucht schlagen, Eur. Bacch. 762.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονωτίζω: ἀναγκάζω τινὰ νὰ στρέψῃ τὰ νῶτα καὶ φύγῃ, Σοφ. Ἀποσπ. 638· ἐτραυμάτιζον κἀπενώτιζον φυγῇ γυναῖκες ἄνδρας Εὐρ. Βάκχ. 763, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
faire tourner le dos, mettre en fuite.
Étymologie: ἀπό, νωτίζω.
Spanish (DGE)
1 huir volviendo la espalda s. cont., S.Fr.713.
2 hacer huir κἀπενώτιζον φυγῇ γυναῖκες ἄνδρας E.Ba.763.
3 en v. med. quitarse un peso de los hombros ἀπονωτίσασθαι δὲ τὸ καταθέσθαι Hsch.s.u. νωτίσασθαι.
Greek Monolingual
ἀπονωτίζω (Α)
αναγκάζω κάποιον να στρέψει τα νώτα και να φύγει.
Greek Monotonic
ἀπονωτίζω: μέλ. -σω, αναγκάζω κάποιον να στρέψει τα νώτα και να φύγει, τινά, σε Ευρ.