ἀρτόπωλις: Difference between revisions
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρτόπωλις]], η (Α)<br />η [[πωλήτρια]] άρτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πωλις</i> (-<i>ιδος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[πωλώ]]]. | |mltxt=[[ἀρτόπωλις]], η (Α)<br />η [[πωλήτρια]] άρτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πωλις</i> (-<i>ιδος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[πωλώ]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρτόπωλις:''' -ιδος, ἡ ([[πωλέομαι]]), [[φουρνάρισσα]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ιδος, ἡ, fem. of -πώλης, Ar.V.238, Ra.858, PTeb. 119.50 (ii B. C.). 2 as Adj., τηλία ἀ. baker's tray, Poll.9.108.
German (Pape)
[Seite 363] ιδος, ἡ, Brotverkäuferin, Ar. Ran. 857; Anacr. 66, 4; αἱ ἀρτοπώλιδες heißt eine Komödie des Hermipp., Ath. III, 119 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτόπωλις: (οὐχὶ ἀρτοπῶλις), ιδος, ἡ, ἡ πωλοῦσα ἄρτον, Ἀριστοφ. Σφ. 238, Βάτρ. 858: ― ἀρσ. -πώλης, ου Πολυδ. Ζ΄, 21· ἴδε Κ. Κόντου Γλωσσικ. Παρατηρ. σ. 532. 2) ὡς ἐπίθ. τηλία ἀρτόπωλις, κόσκινον ἀρτοπώλου, Πολυδ. Θ΄, 108.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
boulangère.
Étymologie: ἄρτος, πωλέω.
Spanish (DGE)
-ιδος
1 adj. fem. propio del panadero τηλία Poll.9.108.
2 subst. (ἡ) ἀ. panadera ἀρτοπώλισιν ... ὁμιλέων Anacr.82.4, λοιδορεῖσθαι ... ὥσπερ ἀρτοπώλιδας Ar.Ra.858, cf. V.238, SB 10447re.3, 16, ue.39 (III a.C.)
•αἱ Ἀρτοπώλιδες Las Panaderas tít. de una comedia de Hermipo, Hermipp.7, cf. PTeb.119.50 (II a.C.).
Greek Monolingual
ἀρτόπωλις, η (Α)
η πωλήτρια άρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -πωλις (-ιδος) < πωλώ].
Greek Monotonic
ἀρτόπωλις: -ιδος, ἡ (πωλέομαι), φουρνάρισσα, σε Αριστοφ.