αὐτόφορτος: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτόφορτος]], -ον (AM) [[φόρτος]]<br />(για [[πλοίο]]) [[μαζί]] με το [[φορτίο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σηκώνει [[μόνος]] το [[φορτίο]] του.
|mltxt=[[αὐτόφορτος]], -ον (AM) [[φόρτος]]<br />(για [[πλοίο]]) [[μαζί]] με το [[φορτίο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σηκώνει [[μόνος]] το [[φορτίο]] του.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόφορτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει το δικό του φορτίο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που είναι μαζί με το φορτίο, [[ναῦς]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόφορτος Medium diacritics: αὐτόφορτος Low diacritics: αυτόφορτος Capitals: ΑΥΤΟΦΟΡΤΟΣ
Transliteration A: autóphortos Transliteration B: autophortos Transliteration C: aftofortos Beta Code: au)to/fortos

English (LSJ)

ον,

   A travelling with one's own cargo, S.Fr.251; dub.sense in bearing one's own baggage, A.Ch.675, Cratin.248.    II cargo and all, ὁλκάδες Plu.Aem.9, cf. 2.467d.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόφορτος: -ον, ὁ τὸ ἑαυτοῦ φορτίον φέρων, αὐτοδιάκονος, Αἰσχύλ. Χο. 675, Σοφ. Ἀποσπ. 250, πρβλ. Κρατῖνον ἐν «Χείρωνι» 20. ΙΙ. σύν αὐτῷ τῷ φορτίῳ ναῦς Πλουτ. Αἰμίλ. 9., 2. 467D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui porte lui-même (càd sans serviteurs) sa charge;
2 avec la cargaison même.
Étymologie: αὐτός, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον
cargado con su propio bagaje de pers. στείχοντα δ' αὐτόφορτον οἰκείᾳ σαγῇ ἐς Ἄργος A.Ch.675, cf. S.Fr.251, Cratin.266
de naves con todo su cargamento ὁλκάδες Plu.Aem.9, cf. 2.467d.

Greek Monolingual

αὐτόφορτος, -ον (AM) φόρτος
(για πλοίο) μαζί με το φορτίο
αρχ.
αυτός που σηκώνει μόνος το φορτίο του.

Greek Monotonic

αὐτόφορτος: -ον, I. αυτός που μεταφέρει το δικό του φορτίο, σε Αισχύλ.
II. αυτός που είναι μαζί με το φορτίο, ναῦς, σε Πλούτ.