βαρυδότειρα: Difference between revisions
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαρυδότειρα]], η (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[βαρυδότειρα]] Μοῑρα» — η Μοίρα που δίνει δυσάρεστα δώρα, που φέρνει [[δυστυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[δότειρα]], θηλ. του [[δοτήρ]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]. | |mltxt=[[βαρυδότειρα]], η (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[βαρυδότειρα]] Μοῑρα» — η Μοίρα που δίνει δυσάρεστα δώρα, που φέρνει [[δυστυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[δότειρα]], θηλ. του [[δοτήρ]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰρῠδότειρα:''' ἡ, αυτή που παρέχει δυσμενή βάρη, ζημίες, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A giver of ill gifts, Μοῖρα A.Th.977.
German (Pape)
[Seite 433] Μοῖρα, Unglücksgeberin, Aesch. Sept. 960. 975.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠδότειρα: ἡ, ἡ παρέχουσα τὰ βάρη, τὰς δυστυχίας, Μοῖρα Αἰσχύλ. Θήβ. 975, 988.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
qui accable de maux.
Étymologie: βαρύς, δίδωμι.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠδότειρα) -ας, ἡ que da duros regalos Μοῖρα A.Th.975.
Greek Monolingual
βαρυδότειρα, η (Α)
φρ. «βαρυδότειρα Μοῑρα» — η Μοίρα που δίνει δυσάρεστα δώρα, που φέρνει δυστυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + δότειρα, θηλ. του δοτήρ < δίδωμι.
Greek Monotonic
βᾰρῠδότειρα: ἡ, αυτή που παρέχει δυσμενή βάρη, ζημίες, σε Αισχύλ.