βασανιστέος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
(big3_8)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(βᾰσᾰνιστέος) -α, -ον<br />[[que debe ser puesto a prueba]] ἐν τούτοις (ἀρχαῖς) βασανιστέοι εἰ ἐμμενοῦσιν ἑλκόμενοι Pl.<i>R</i>.540a<br /><b class="num">•</b>[[que debe ser sometido a examen]] [[βασανιστέον]] τόδε σοι πάθος μετ' ἐμοῦ Ar.<i>Lys</i>.478.
|dgtxt=(βᾰσᾰνιστέος) -α, -ον<br />[[que debe ser puesto a prueba]] ἐν τούτοις (ἀρχαῖς) βασανιστέοι εἰ ἐμμενοῦσιν ἑλκόμενοι Pl.<i>R</i>.540a<br /><b class="num">•</b>[[que debe ser sometido a examen]] [[βασανιστέον]] τόδε σοι πάθος μετ' ἐμοῦ Ar.<i>Lys</i>.478.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰσᾰνιστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[καθένας]] που υπόκειται σε [[εξέταση]], έλεγχο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> <i>βασανιστέον</i>, πρέπει [[κάποιος]] να υποβάλει σε [[βασανιστήριο]], <i>τινά</i>, στον ίδ., σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰσᾰνιστέος Medium diacritics: βασανιστέος Low diacritics: βασανιστέος Capitals: ΒΑΣΑΝΙΣΤΕΟΣ
Transliteration A: basanistéos Transliteration B: basanisteos Transliteration C: vasanisteos Beta Code: basaniste/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be proved or tested under suffering, Ar.Lys. 478, Pl.R.540a.    II βασανιστέον one must put to the test, prove, τινά ib.503d, Max.Tyr.24.4, Gal.17(1).337, Jul.Or.7.226a, Them. Or.23.287c; one must put to the torture, D.29.35.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰσανιστέος: α,ον,ῥημ. ἐπίθ. ,ὃν πρέπει τις νὰ δοκιμάσῃ ἢ ἀποδείξῃ διὰ βασάνων, Ἀριστοφ. Λυσ. 478, Πλάτ. Πολ. 539Ε.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de βασανίζω.

Spanish (DGE)

(βᾰσᾰνιστέος) -α, -ον
que debe ser puesto a prueba ἐν τούτοις (ἀρχαῖς) βασανιστέοι εἰ ἐμμενοῦσιν ἑλκόμενοι Pl.R.540a
que debe ser sometido a examen βασανιστέον τόδε σοι πάθος μετ' ἐμοῦ Ar.Lys.478.

Greek Monotonic

βᾰσᾰνιστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ.,
I. καθένας που υπόκειται σε εξέταση, έλεγχο, σε Πλάτ.
II. βασανιστέον, πρέπει κάποιος να υποβάλει σε βασανιστήριο, τινά, στον ίδ., σε Δημ.