βραχυγνώμων: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βραχυγνώμων]], ο (Α)<br />ο περιορισμένης αντιλήψεως και συνεκδοχικά αυτός που δεν καταλαβαίνει και πολύ, ο [[λιγόμυαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βραχύς]] <span style="color: red;">+</span> [[γνώμη]]].
|mltxt=[[βραχυγνώμων]], ο (Α)<br />ο περιορισμένης αντιλήψεως και συνεκδοχικά αυτός που δεν καταλαβαίνει και πολύ, ο [[λιγόμυαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βραχύς]] <span style="color: red;">+</span> [[γνώμη]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρᾰχυγνώμων:''' -ον, αυτός που έχει λίγο [[μυαλό]], βραχύ νου, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠγνώμων Medium diacritics: βραχυγνώμων Low diacritics: βραχυγνώμων Capitals: ΒΡΑΧΥΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: brachygnṓmōn Transliteration B: brachygnōmōn Transliteration C: vrachygnomon Beta Code: braxugnw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A of small understanding, X. Eq.Mag.4.18 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 462] ον, von kurzem, beschränktem Verstande, compar. Xen. Hipp. 4, 18.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχυγνώμων: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον νοῦν, ὀλιγόνους, βλάξ, Ξεν. Ἱππαρχικ. 4, 18.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
d’intelligence courte.
Étymologie: βραχύς, γνώμη.

Spanish (DGE)

-ον
de corta inteligencia τὰ βραχυγνωμονέστερα ἀνθρώπου θηρία X.Eq.Mag.4.18.

Greek Monolingual

βραχυγνώμων, ο (Α)
ο περιορισμένης αντιλήψεως και συνεκδοχικά αυτός που δεν καταλαβαίνει και πολύ, ο λιγόμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + γνώμη].

Greek Monotonic

βρᾰχυγνώμων: -ον, αυτός που έχει λίγο μυαλό, βραχύ νου, σε Ξεν.