βοηδρόμος: Difference between revisions
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
(7) |
(3) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[βοηδρόμιος]]. | |mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[βοηδρόμιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βοηδρόμος:''' -ον ([[βοή]], [[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει για να καλέσει [[βοήθεια]], αυτός που παρέχει [[αρωγή]], που συνδράμει, [[βοηθός]], σε Ευρ.· πρβλ. βοη-θόος. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 451] = βοηδρόμιος, Eur. Phoen. 1441 Or. 1290; Damaget. 6 (VII, 231).
Greek (Liddell-Scott)
βοηδρόμος: -ον, (πρβλ. βοηθόος) παρέχων βοήθειαν, βοηθός, ἐπίκουρος, Εὐρ. Φοιν. 1432 · β. ποδὶ ὁ αὐτ. Ὀρ. 1290 · ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλ. 69.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui accourt à l’aide ; secourable.
Étymologie: βοή, δραμεῖν.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. βοα- AP 7.231 (Damagetus), Zonar.123.25C., Sud.
auxiliador, que corre en ayuda ὁρμήσας ποδὶ βοηδρόμῳ E.Or.1290, ὁ β. ... Ἀρισταγόρας AP l.c., en posición pred. β. πάρειμι E.Ph.1432, μῶν βοηδρόμους ὁρᾷς; E.El.963.
Greek Monolingual
ο
βλ. βοηδρόμιος.
Greek Monotonic
βοηδρόμος: -ον (βοή, δραμεῖν), αυτός που τρέχει για να καλέσει βοήθεια, αυτός που παρέχει αρωγή, που συνδράμει, βοηθός, σε Ευρ.· πρβλ. βοη-θόος.