γεροντοδιδάσκαλος: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γεροντοδιδάσκαλος]], ο (Α)<br />[[δάσκαλος]] ηλικιωμένου ανθρώπου.
|mltxt=[[γεροντοδιδάσκαλος]], ο (Α)<br />[[δάσκαλος]] ηλικιωμένου ανθρώπου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γεροντοδῐδάσκαλος:''' ὁ, ἡ, ο [[δάσκαλος]] ενός γέροντα, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεροντοδῐδάσκᾰλος Medium diacritics: γεροντοδιδάσκαλος Low diacritics: γεροντοδιδάσκαλος Capitals: ΓΕΡΟΝΤΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Transliteration A: gerontodidáskalos Transliteration B: gerontodidaskalos Transliteration C: gerontodidaskalos Beta Code: gerontodida/skalos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A old man's master, Pl.Euthd.272c.

German (Pape)

[Seite 486] ὁ, Lehrer der Alten, Plat. Euthyd. 272 e.

Greek (Liddell-Scott)

γεροντοδῐδάσκαλος: ὁ, ἡ, διδάσκαλος γέροντος, Πλάτ. Εὐθυδ. 272C.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui enseigne un vieillard.
Étymologie: γέρων, διδάσκαλος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ maestro de ancianos οἱ παῖδες οἱ συμφοιτηταί μοι ἐμοῦ τε καταγελῶσι καὶ τὸν Κόννον καλοῦσι γεροντοδιδάσκαλον Pl.Euthd.272c.

Greek Monolingual

γεροντοδιδάσκαλος, ο (Α)
δάσκαλος ηλικιωμένου ανθρώπου.

Greek Monotonic

γεροντοδῐδάσκαλος: ὁ, ἡ, ο δάσκαλος ενός γέροντα, σε Πλάτ.