βληχώδης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
(big3_9) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ες<br />[[borreguil]], [[estúpido]] μωρὴ δὲ ποίμνη καὶ τὰ πάντα β. Babr.93.5, cf. <i>Const.App</i>.8.40.3, <i>Et.Gen</i>.α 1205. | |dgtxt=-ες<br />[[borreguil]], [[estúpido]] μωρὴ δὲ ποίμνη καὶ τὰ πάντα β. Babr.93.5, cf. <i>Const.App</i>.8.40.3, <i>Et.Gen</i>.α 1205. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βληχώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που βελάζει, [[προβατώδης]], σε Βάβρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ες,
A bleating, sheepish, Babr.93.5.
German (Pape)
[Seite 449] ες, blökend; übertr., schafig, dumm, Babr. 93, 5.
Greek (Liddell-Scott)
βληχώδης: -ες, (εἶδος) βελάζων, προβατώδης, εὐήθης, Βάβρ. 93. 5.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un mouton, càd sot, bête.
Étymologie: βληχάομαι.
Spanish (DGE)
-ες
borreguil, estúpido μωρὴ δὲ ποίμνη καὶ τὰ πάντα β. Babr.93.5, cf. Const.App.8.40.3, Et.Gen.α 1205.
Greek Monotonic
βληχώδης: -ες (εἶδος), αυτός που βελάζει, προβατώδης, σε Βάβρ.