γάποτος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γάποτος]], -ον (Α)<br />αυτός που τον πίνει η γη, που χύνεται στο [[χώμα]] και απορροφάται («γάποτοι τιμαί» — οι νεκρικές χοές).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> (δωρ. <i>γα</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ποτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίνω]].
|mltxt=[[γάποτος]], -ον (Α)<br />αυτός που τον πίνει η γη, που χύνεται στο [[χώμα]] και απορροφάται («γάποτοι τιμαί» — οι νεκρικές χοές).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> (δωρ. <i>γα</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ποτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γάποτος:''' -ον, [ᾱ], αυτός που απορροφάται από τη γη, λέγεται για τις σπονδές, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάποτος Medium diacritics: γάποτος Low diacritics: γάποτος Capitals: ΓΑΠΟΤΟΣ
Transliteration A: gápotos Transliteration B: gapotos Transliteration C: gapotos Beta Code: ga/potos

English (LSJ)

[ᾱ], ον,

   A to be drunk up by Earth, γ. χύσις, γ. χοαί, γ. τιμαί, of libations, A.Ch.97,164, Pers.621.

German (Pape)

[Seite 474] dor. = γηπετής u. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

γάποτος: ον [ᾱ], ὃν δύναται νὰ καταπἰῃ ἡ γῆ, γ. χύσις, γ. τιμαί, ἐπὶ σπονδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 97, 163, Πέρσ. 621· πρβλ. γάπεδον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor.
qui doit être bu par la terre (liquide, libation, etc.).
Étymologie: γῆ, πίνω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾱ-]
bebido por la tierra esp. de libaciones χύσις A.Ch.97, χοαί A.Ch.164, τιμαί A.Pers.621.

Greek Monolingual

γάποτος, -ον (Α)
αυτός που τον πίνει η γη, που χύνεται στο χώμα και απορροφάται («γάποτοι τιμαί» — οι νεκρικές χοές).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + -ποτος < πίνω.

Greek Monotonic

γάποτος: -ον, [ᾱ], αυτός που απορροφάται από τη γη, λέγεται για τις σπονδές, σε Αισχύλ.