γεωλοφία: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γεωλοφία]], η (Α) [[γεώλοφος]]<br />[[χωμάτινος]] [[λόφος]].
|mltxt=[[γεωλοφία]], η (Α) [[γεώλοφος]]<br />[[χωμάτινος]] [[λόφος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γεωλοφία:''' ἡ, [[λόφος]] από [[χώμα]], από γη, σε Στράβ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωλοφία Medium diacritics: γεωλοφία Low diacritics: γεωλοφία Capitals: ΓΕΩΛΟΦΙΑ
Transliteration A: geōlophía Transliteration B: geōlophia Transliteration C: geolofia Beta Code: gewlofi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A hill of earth, Str.5.4.3, AP6.98 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 488] ἡ, Erdhügel, Strab. 5, 4, 3; Z on. 2 (VI, 98).

Greek (Liddell-Scott)

γεωλοφία: ἡ, λόφος ἐκ γῆς, ἐκ χώματος, Στράβ. 242, Ἀνθ. Π. 6. 98.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
colline de terre, colline.
Étymologie: γεώλοφος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
colina Str.5.4.3, Ps.Dicaearch.2.7, AP 6.98 (Zon.).

Greek Monolingual

γεωλοφία, η (Α) γεώλοφος
χωμάτινος λόφος.

Greek Monotonic

γεωλοφία: ἡ, λόφος από χώμα, από γη, σε Στράβ., Ανθ.