δήκτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δήκτης]]) [[δάκνω]]<br />αυτός που δαγκώνει, ο [[δηκτικός]].
|mltxt=ο (AM [[δήκτης]]) [[δάκνω]]<br />αυτός που δαγκώνει, ο [[δηκτικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δήκτης:''' -ου, ὁ ([[δάκνω]]), αυτός που δαγκώνει, που τσιμπά, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήκτης Medium diacritics: δήκτης Low diacritics: δήκτης Capitals: ΔΗΚΤΗΣ
Transliteration A: dḗktēs Transliteration B: dēktēs Transliteration C: diktis Beta Code: dh/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A biter, E.Fr.555: metaph. as Adj., δ. λόγος Plu.2.55b: with neut. Subst., δήκτᾳ στόματι APl.4.266.7.

German (Pape)

[Seite 559] ὁ, beißend, verletzend; στόμα Ep. ad. 273 (Plan. 266); λόγος Plut. ad. et am. discr. 16.

Greek (Liddell-Scott)

δήκτης: -ου, ὁ, (δάκνω) ὁ δάκνων, Ποιητὴς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 106· δ. λόγος Πλούτ. 2. 55Β· ― μετ’ οὐδετ. οὐσιαστ., δήκτᾳ στόματι Ἀνθ. Πλαν. 4. 266.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui mord, mordant.
Étymologie: δάκνω.

Spanish (DGE)

-ου
1 que muerde, mordedor, hiriente οὐ δῆκταί πως κύνες εἰσὶ θεοί E.Fr.555 (= Call.SHell.239.5), πέλεκυς Call.SHell.276.5, de caballos πονηροὶ καὶ δῆκται Hippiatr.115.2, cf. 104.3.
2 fig. mordaz, mordiente λόγος Plu.2.55b, στόμα (Μώμου) AP 16.266.

Greek Monolingual

ο (AM δήκτης) δάκνω
αυτός που δαγκώνει, ο δηκτικός.

Greek Monotonic

δήκτης: -ου, ὁ (δάκνω), αυτός που δαγκώνει, που τσιμπά, σε Ανθ.