δηλητήρ: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(9) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δηλητήρ]], ο (AM) [[δηλέομαι]] (Ι)]<br />ο [[καταστροφέας]], αυτός που προξενεί [[φθορά]]. | |mltxt=[[δηλητήρ]], ο (AM) [[δηλέομαι]] (Ι)]<br />ο [[καταστροφέας]], αυτός που προξενεί [[φθορά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δηλητήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[δηλέομαι]]), [[εξολοθρευτής]], [[καταστροφέας]], σε Επικ., Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A a destroyer, Hom.Epigr.14.8.
German (Pape)
[Seite 560] ῆρος, ὁ, Verderber, Unheilstifter, H. ep. 15, 8.
Greek (Liddell-Scott)
δηλητήρ: ῆρος, ὁ, καταστροφεύς, Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 14. 8.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
destructeur.
Étymologie: δηλέομαι.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
destructor c. gen. καμίνων Hes.Fr.302.8, καρπῶν AP 9.373, cf. Euph.SHell.4229.11 (ap. crít.), ἀλεξίκακον κατὰ τῶν ἐν βίῳ δηλητήρων Eust.Op.41.25.
Greek Monolingual
δηλητήρ, ο (AM) δηλέομαι (Ι)]
ο καταστροφέας, αυτός που προξενεί φθορά.
Greek Monotonic
δηλητήρ: -ῆρος, ὁ (δηλέομαι), εξολοθρευτής, καταστροφέας, σε Επικ., Όμηρ.