βᾶρις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ιδος), η (Α βᾱρις, -ιδος και -εως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρή [[κανονιοφόρος]] του πολεμικού ναυτικού ή μεγαλύτερο πολεμικό τεθωρακισμένο [[ατμόπλοιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αβαθές φαρδύ [[ποταμόπλοιο]], που το χρησιμοποιούσαν, [[κυρίως]] στην Αίγυπτο, για τη [[μεταφορά]] γεωργικών προϊόντων ή λίθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αιγυπτιακής προέλευσης<br /><b>[[πρβλ]].</b> κοπτικό bari «[[βάρκα]]». Το λατ. <i>b</i><i>ā</i><i>ris</i> (&GT; <i>b</i><i>ā</i><i>rica</i> &GT; <i>b</i><i>ā</i><i>rca</i>) [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
|mltxt=(-ιδος), η (Α βᾱρις, -ιδος και -εως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρή [[κανονιοφόρος]] του πολεμικού ναυτικού ή μεγαλύτερο πολεμικό τεθωρακισμένο [[ατμόπλοιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αβαθές φαρδύ [[ποταμόπλοιο]], που το χρησιμοποιούσαν, [[κυρίως]] στην Αίγυπτο, για τη [[μεταφορά]] γεωργικών προϊόντων ή λίθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αιγυπτιακής προέλευσης<br /><b>[[πρβλ]].</b> κοπτικό bari «[[βάρκα]]». Το λατ. <i>b</i><i>ā</i><i>ris</i> (&GT; <i>b</i><i>ā</i><i>rica</i> &GT; <i>b</i><i>ā</i><i>rca</i>) [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾶρις:''' -ιδος, Ιων. -ιος, <i>ἡ</i>· πληθ. <i>βάρεις</i>, Ιων. <i>βάρῑς</i>· ποιητ. δοτ. πληθ. <i>βαρίδεσσι</i>· [[πλοίο]] με μεγάλο, ευρύ πυθμένα, που χρησιμοποιούσαν στην Αίγυπτο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾶρις Medium diacritics: βᾶρις Low diacritics: βάρις Capitals: ΒΑΡΙΣ
Transliteration A: bâris Transliteration B: baris Transliteration C: varis Beta Code: ba=ris

English (LSJ)

ιδος (also-εως J.AJ14.16.2, cf.

   A Et.Gud., AB84), Ion. ιος, ἡ: acc. βᾶριν J.AJ10.11.7, Iamb.Myst.6.5; dat. βάρει J.AJ11.4.6: pl. βάρεις LXX 2 Ch.36.19, al., Ion. βάριες Hdt.2.41; gen. βαρέων LXX Ps. 44(45).8; poet. dat. pl. βαρίδεσσι A.Pers.553 (lyr.):—flat-bottomed boat, used in Egypt, Id.Supp.874(lyr.), Hdt.2.41,96,179, PHib.100.13(iii B.C.), Procop.Aed.1.6; βάρβαροι βάριδες E.IA297(lyr.); of Odysseus' raft, Lyc.747.    2 later, large house, tower, LXX Ps. 44(45).8,Da.8.2,al.,J.ll.cc., Kalinka Antike Denkmälerin Bulgarien 142 (Apollonia, ii A.D.); λέγεται β. ἡ οἰκία, ὡς Ποσείδιππος, καὶ ἡ συνοικία ὡς Ἔφορος St.Byz. (Egyptian word.)

German (Pape)

[Seite 433] ιδος, ion. ιος, E. Gud. εως, ἡ, 1) ein ägyptisches Fahrzeug, eine Art Floß, Her. 2, 41. 96; vgl. Aesch. Pers. 545. 1031 Suppl. 816; öfter von persischen u. ägyptischen Schiffen; βάρβαροι Eur. I. A. 297; νεκύων Zon. 7 (VII, 365), wo es übh. Kahn bedeutet, u. womit D. Sic. 1, 92 u. Plut. Is. et Os. 18 zu vgl. – 2) Bei Sp. ein großes Haus, Thurm, bes. LXX.; nach E. M. Steine zum Fundament. Das Wort scheint ägyptisch zu sein.

Greek (Liddell-Scott)

βᾶρις: -ιδος, Ἰων. ιος, ἡ: πληθ. βάρεις Ἑβδ., Ἰων. βάρῑς, Ἡρόδ. 2. 41· ποιητ. δοτ. πληθ. βαρίδεσσι Αἰσχ. Πέρσ. 554: - πλοῖον μὲ πυθμένα εὐρύν, ἐπίπεδον, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 874, Ἡρόδ. 2. 41, 96, 179· βάρβαροι βάριδες Εὐρ. Ι. Α. 297· ἴδε ἀμφίστροφος, 2) μεταφ., μεγάλη οἰκία, πύργος, ἀνάκτορον, Ἑβδ. (ψαλ. μδ΄, 9, Δαν. θ, 1 κ. ἀλλ.)· πρβλ. Βαλκ. Ἀμμων. σ. 44, Sturz Μακ. Διαλέκτ. σ. 89, καὶ ἴδε πυργόβαρις.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
barque égyptienne ou persane à fond plat.
Étymologie: mot égyptien.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Morfología: [ac. βάριν I.AI 10.264]
1 caserío, cortijo, alquería Ephor.230, ἡ κώμη καὶ ἡ β. καὶ ἡ προσοῦσα χώρα Didyma 492.56, cf. 18, 41 (III a.C.).
2 construcción fortificada o torreada Posidipp.Epigr.45
entendido como torre, palacio εὑρέθη ἐν Ἐκβατάνοις τῇ βάρει ... τόμος εἷς LXX 1Es.6.22, cf. 2Es.6.2, ἀπὸ βάρεων ἐλεφαντίνων de torres de marfil LXX Ps.44.9, La.2.5, 7, cf. Sm.La.2.5, Gr.Nyss.Pss.p.127, cf. 128, ᾠκοδόμησεν ... βάριν I.l.c., cf. 14.481, IGBulg.12.400.5 (Apolonia I/II d.C.); cf. Βάρις.

• Etimología: Quizá rel. het. pir ‘casa’, parna ‘edificio’, ‘palacio’, etc. y tomada en prést. por el gr. a través del luv. u otra lengua de Asia Menor.
-ιδος, ἡ

• Morfología: [gen. -εως PCair.Zen.745.66, ac. βᾶριν A.Supp.874, Hdt.2.96, dat. βάρι Hdt.2.60, plu. nom. βάριες Hdt.2.41, βάρεις Et.Gud., dat. βάρεσι Procop.Aed.1.6.7]
barca egipcia, A.l.c., Hdt.2.41bis, 96, περιάγειν ἐν βάρισι περὶ τὸ Δέλτα Hdt.2.179, cf. PHib.100.13, PCair.Zen.l.c. (ambos III a.C.), de las barcas de los muertos y de Osiris, D.S.1.96, Porph.Ep.Aneb.31, Iambl.Myst.6.5, cf. ἐν βαρίδι παπυρίνῃ Plu.2.358a, cf. 263c, Them.Or.4.49a
gener. barca o embarcación βαρίδεσσι ποντίαις A.Pers.553, βάρβαροι βάριδες E.IA 297, cf. Procop.Aed.1.6
fig. βᾶριν ἀπέλα<γον> del caballo de madera Trag.Adesp.204a (v. ap. crít.), de la balsa de Odiseo, Lyc.747, de la de Caronte AP 7.67 (Leon.), 365 (Diod.Sard.).

• Etimología: Prést. del egip., cf. copto bari.

Greek Monolingual

(-ιδος), η (Α βᾱρις, -ιδος και -εως)
νεοελλ.
μικρή κανονιοφόρος του πολεμικού ναυτικού ή μεγαλύτερο πολεμικό τεθωρακισμένο ατμόπλοιο
αρχ.
αβαθές φαρδύ ποταμόπλοιο, που το χρησιμοποιούσαν, κυρίως στην Αίγυπτο, για τη μεταφορά γεωργικών προϊόντων ή λίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αιγυπτιακής προέλευσης
πρβλ. κοπτικό bari «βάρκα». Το λατ. bāris (> bārica > bārca) είναι δάνειο από την Ελληνική].

Greek Monotonic

βᾶρις: -ιδος, Ιων. -ιος, · πληθ. βάρεις, Ιων. βάρῑς· ποιητ. δοτ. πληθ. βαρίδεσσι· πλοίο με μεγάλο, ευρύ πυθμένα, που χρησιμοποιούσαν στην Αίγυπτο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.