διεμφαίνω: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διεμφαίνω]] (AM)<br />[[φανερώνω]] [[ανάμεσα]] από [[κάτι]]. | |mltxt=[[διεμφαίνω]] (AM)<br />[[φανερώνω]] [[ανάμεσα]] από [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διεμφαίνω:''' μέλ. <i>-φᾰνῶ</i>, [[φανερώνω]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
A show through, ὀφθαλμοὶ . . γοργὸν δ. Luc.Alex.3 (dub.l.).
German (Pape)
[Seite 619] durchblicken lassen, ὀφθαλμοὶ γοργὸν καὶ ἔνθεον διεμφαίνοντες Luc. Alex. 3.
Greek (Liddell-Scott)
διεμφαίνω: δεικνύω διὰ μέσου, ὀφθαλμοὶ... γοργὸν διεμφ. Λουκ. Ἀλεξ. 3, Μιχ. Μον. βίῳ Θ. Στουδ. σ. 152. 188 (Migne).
French (Bailly abrégé)
part. prés.
faire briller, jeter une lueur.
Étymologie: διά, ἐμφαίνω.
Spanish (DGE)
mostrar, manifestar a las claras ὀφθαλμοὶ πολὺ τὸ γοργὸν καὶ ἔνθεον Luc.Alex.3 (var.).
Greek Monolingual
διεμφαίνω (AM)
φανερώνω ανάμεσα από κάτι.
Greek Monotonic
διεμφαίνω: μέλ. -φᾰνῶ, φανερώνω, σε Λουκ.