δορατοπαχής: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δορατοπαχής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[πάχος]] ίσο με το [[ξύλο]] δόρατος. | |mltxt=[[δορατοπαχής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[πάχος]] ίσο με το [[ξύλο]] δόρατος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δορᾰτοπᾰχής:''' -ές ([[πάχος]]), αυτός που έχει το [[πάχος]] του ξύλου ενός [[δόρατος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A of a spear-shaft's thickness, X. Cyn.10.3.
German (Pape)
[Seite 658] ές, von der Dicke eines Speeres, Xen. Cyn. 10, 3.
Greek (Liddell-Scott)
δορᾰτοπᾰχής: -ές, ἔχων τὸ πάχος τοῦ ξύλου δόρατος, Ξεν. Κυν. 10, 3.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de l’épaisseur d’une lance.
Étymologie: δόρυ, πάχος.
Spanish (DGE)
-ές
del grosor de una lanza ἔστω τὰς ῥάβδους κρανείας δορατοπαχεῖς X.Cyn.10.3.
Greek Monolingual
δορατοπαχής, -ές (Α)
αυτός που έχει πάχος ίσο με το ξύλο δόρατος.
Greek Monotonic
δορᾰτοπᾰχής: -ές (πάχος), αυτός που έχει το πάχος του ξύλου ενός δόρατος, σε Ξεν.