δόνημα: Difference between revisions
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[δόνημα]])<br />[[δόνηση]], [[τράνταγμα]]. | |mltxt=το (AM [[δόνημα]])<br />[[δόνηση]], [[τράνταγμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δόνημα:''' -ατος, τό, [[ταραχή]], [[σείσιμο]], [[κίνηση]], <i>δένδρου</i>, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A agitation, waving, δένδρου Luc.Salt.19.
German (Pape)
[Seite 657] τό, Bewegung, Erschütterung, Lucian. Salt. 19.
Greek (Liddell-Scott)
δόνημα: τό, ταραχή, διάσεισις, κίνησις δένδρου Λουκ. Ὀρχ. 19.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
secousse, agitation.
Étymologie: δονέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
agitación δένδρου Luc.Salt.19, cf. Hdn.Gr.1.353, 2.935.
Greek Monolingual
το (AM δόνημα)
δόνηση, τράνταγμα.
Greek Monotonic
δόνημα: -ατος, τό, ταραχή, σείσιμο, κίνηση, δένδρου, σε Λουκ.