δορυξόος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δορυξόος]] και δορυξοῡς και [[δορυξός]], ο (Α)<br />[[κατασκευαστής]] δοράτων.
|mltxt=[[δορυξόος]] και δορυξοῡς και [[δορυξός]], ο (Α)<br />[[κατασκευαστής]] δοράτων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δορυξόος:''' συνηρ. -ξοῦς, ὁ ([[ξέω]]), [[τεχνίτης]], [[κατασκευαστής]] δοράτων, σε Πλούτ.· επίσης, [[δορυξός]], <i>ὁ</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορυξόος Medium diacritics: δορυξόος Low diacritics: δορυξόος Capitals: ΔΟΡΥΞΟΟΣ
Transliteration A: doryxóos Transliteration B: doryxoos Transliteration C: doryksoos Beta Code: doruco/os

English (LSJ)

ον, contr. δορυ-ξοῦς, ουν, (ξέω)

   A spear-polishing: maker of spears, Plu.Pel.12:—also δορυ-ξός, ὁ, Ar.Pax 447,1213; δορυ-ξύς, PTeb.278.4 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 660] zsgzgn δορυξοῦς, speerglättend; ὁ, der Lanzenschäfter; Plut. Pelop. 12; Poll. 7, 156.

Greek (Liddell-Scott)

δορυξόος: -ον, συνῃρ. -ξοῦς, οῦν, (ξέω) ὁ ξέων, λεαίνων δόρατα, δορατοποιός, Πλούτ. Πελοπ. 12· ― δορυξός, ὁ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 447, 1213.

French (Bailly abrégé)

-οῦς, όος-οῦς, όον-οῦν;
qui façonne des bois de lances.
Étymologie: δόρυ, ξέω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): -ξοῦς Poll.7.156
el que hace lanzas, lancero τὰ τῶν περιοικούντων ἐργαστήρια δορυξόων Plu.Pel.12, cf. Poll.l.c., D.Chr.77/78.12, Aristid.Or.3.294.

Greek Monolingual

δορυξόος και δορυξοῡς και δορυξός, ο (Α)
κατασκευαστής δοράτων.

Greek Monotonic

δορυξόος: συνηρ. -ξοῦς, ὁ (ξέω), τεχνίτης, κατασκευαστής δοράτων, σε Πλούτ.· επίσης, δορυξός, , σε Αριστοφ.