διαστίλβω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαστίλβω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[λάμπω]], [[απαστράπτω]], [[αστραποβολώ]]<br /><b>2.</b> [[λάμπω]] δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... [[ὅμως]] διαστίλβει τὸ [[χρυσίον]]» — ο [[χρυσός]] αστράφτει [[ακόμη]] κι αν [[είναι]] ανακατεμένος με [[χώμα]], <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[διαστίλβω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[λάμπω]], [[απαστράπτω]], [[αστραποβολώ]]<br /><b>2.</b> [[λάμπω]] δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... [[ὅμως]] διαστίλβει τὸ [[χρυσίον]]» — ο [[χρυσός]] αστράφτει [[ακόμη]] κι αν [[είναι]] ανακατεμένος με [[χώμα]], <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαστίλβω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στίλβω]], [[ακτινοβολώ]], [[αστράφτω]], [[λάμπω]], [[ακτινοβολώ]] [[ανάμεσα]] από, σε Αριστοφ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστίλβω Medium diacritics: διαστίλβω Low diacritics: διαστίλβω Capitals: ΔΙΑΣΤΙΛΒΩ
Transliteration A: diastílbō Transliteration B: diastilbō Transliteration C: diastilvo Beta Code: diasti/lbw

English (LSJ)

   A gleam, Ar.Pax567, Nonn.D.42.420; gleam through, Ar.Fr.8, AP5.47 (Rufin.), Plu.2.497e.

German (Pape)

[Seite 604] durchschimmern, Ar. Pax 567; πάντα τῆς ἐξωμίδος fr. bei Poll. 10, 116; – Sp., wie Rufin. 36 (v, 48); Plut. am. prol. 5.

Greek (Liddell-Scott)

διαστίλβω: στίλβω, λάμπω διὰ μέσου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 567, Ἀποσπ. 114, Ἀνθ. Π. 5. 48.

French (Bailly abrégé)

briller à travers.
Étymologie: στίλβω.

Spanish (DGE)

brillar, relucir αἵ τε θρίνακες διαστίλβουσι πρὸς τὸν ἥλιον Ar.Pax 567, πλοκαμῖσι διαστίλβουσιν ἄκανθαι AP 5.48 (Rufin.), cf. Arist.Mir.830a16, Plu.2.497e, Nonn.D.26.168, 42.420, Chrys.M.56.535, Pall.V.Chrys.11.118
c. gen. brillar a través de διαστίλβονθ' ὁρῶμεν ... πάντα τῆς ἐξωμίδος vemos brillar todo a través de su túnica Ar.Fr.8.

Greek Monolingual

διαστίλβω (Α)
1. λάμπω, απαστράπτω, αστραποβολώ
2. λάμπω δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... ὅμως διαστίλβει τὸ χρυσίον» — ο χρυσός αστράφτει ακόμη κι αν είναι ανακατεμένος με χώμα, Πλούτ.).

Greek Monotonic

διαστίλβω: μέλ. -ψω, στίλβω, ακτινοβολώ, αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ ανάμεσα από, σε Αριστοφ., Ανθ.