διωκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διωκτήρ]], ο (Α) [[διώκω]]<br />αυτός που καταδιώκει ή παρακολουθεί προσεκτικά κάποιον.
|mltxt=[[διωκτήρ]], ο (Α) [[διώκω]]<br />αυτός που καταδιώκει ή παρακολουθεί προσεκτικά κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διωκτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[διώκω]]), [[διώκτης]], καταδιώκτης, σε Βάβρ.· [[διώκτης]]-ου, ὁ, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διωκτήρ Medium diacritics: διωκτήρ Low diacritics: διωκτήρ Capitals: ΔΙΩΚΤΗΡ
Transliteration A: diōktḗr Transliteration B: diōktēr Transliteration C: dioktir Beta Code: diwkth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A pursuer, Babr.128.14.

German (Pape)

[Seite 648] ῆρος, ὁ, der Verfolger, Babr. fab. 6.

Greek (Liddell-Scott)

διωκτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταδιώκων, ἐν σπουδῇ παρακολουθῶν, Βαβρ. 6· ‒ ὡσαύτως, διώκτης, ου, ὁ, Ν. Δ., Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
celui qui poursuit.
Étymologie: διώκω.

Spanish (DGE)

-ῆρος perseguidor λύκος Babr.128.14.

Greek Monolingual

διωκτήρ, ο (Α) διώκω
αυτός που καταδιώκει ή παρακολουθεί προσεκτικά κάποιον.

Greek Monotonic

διωκτήρ: -ῆρος, ὁ (διώκω), διώκτης, καταδιώκτης, σε Βάβρ.· διώκτης-ου, ὁ, σε Καινή Διαθήκη