δρομεύς: Difference between revisions
Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />coureur.<br />'''Étymologie:''' [[δραμεῖν]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />coureur.<br />'''Étymologie:''' [[δραμεῖν]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δρομεύς:''' -έως, ὁ ([[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει, [[δρομέας]], σε Ευρ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
έως, ὁ,
A runner, E.El.824, Ar. V.1206, Pl.Lg.822b, LXXJb.9.25, BGU141ii11 (iii A. D.), etc.: pl., δρομῆς Eup.94, Pl.R.613b; later dat. δρομέσι Call.Fr.555. 2 in Crete, = ἔφηβος, Leg.Gort.1.40; cf. δρόμος 11.3. 3 race-horse (?), PMag.Lond.121.390.
German (Pape)
[Seite 667] ὁ, der Läufer; Eur. El. 824; Plat. Legg. VII, 822 b u. Folgde. Die Form δρομέσι führt B. A. 1165 aus Callim. an.
Greek (Liddell-Scott)
δρομεύς: έως, ὁ, ὁ ἔργον ἔχων τὸ τρέχειν, Εὐρ. Ἑλ. 824, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1206, Πλάτ. Νόμ. 822Β· πληθ. δρομῆς, Εὔπολ. Δημ. 6· Ἐπ. δοτ. δρομέσι, Καλλ. Ἀποσπ. 498. 4.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
coureur.
Étymologie: δραμεῖν.
Greek Monotonic
δρομεύς: -έως, ὁ (δραμεῖν), αυτός που τρέχει, δρομέας, σε Ευρ., Αριστοφ.