δυσπροσπέλαστος: Difference between revisions
From LSJ
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσπροσπέλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να εισχωρήσει («πόλεις καὶ νήσους... χαλεπὰς βιασθῆναι καὶ δυσπροσπελάστους», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=[[δυσπροσπέλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να εισχωρήσει («πόλεις καὶ νήσους... χαλεπὰς βιασθῆναι καὶ δυσπροσπελάστους», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσπροσπέλαστος:''' -ον, [[δυσπρόσιτος]], δύσκολα προσπελάσιμος, δυσκολοπλησίαστος (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to get at, Plu.Pomp.28; gloss on δασπλῆτις, Sch.Od.15.234.
German (Pape)
[Seite 688] Erkl. der Scholl. zu δασπλῆτις Od. 15, 234 u. zu δυσπρόσοιστος Soph. O. C. 1277; – πόλεις, denen man sich mit Mühe nähert, Plut. Pomp. 28.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπροσπέλαστος: -ον, δυσκολοπλησίαστος, Πλούτ. Πομπ. 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficilement accessible.
Étymologie: δυσ-, προσπελάζω.
Spanish (DGE)
-ον
de difícil acceso, de ahí difícil de tomar por asalto πόλεις Plu.Pomp.28, cf. Apollon.Lex.δ 910, glos. a δυσπρόσοιστος Sch.S.OC 1277M.
Greek Monolingual
δυσπροσπέλαστος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να εισχωρήσει («πόλεις καὶ νήσους... χαλεπὰς βιασθῆναι καὶ δυσπροσπελάστους», Πλούτ.).
Greek Monotonic
δυσπροσπέλαστος: -ον, δυσπρόσιτος, δύσκολα προσπελάσιμος, δυσκολοπλησίαστος (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Πλούτ.