ἐγκέλευμα: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(10)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγκέλευμα]] και [[ἐγκέλευσμα]], το (Α)<br />[[προτροπή]], [[ενθάρρυνση]], [[παρακίνηση]].
|mltxt=[[ἐγκέλευμα]] και [[ἐγκέλευσμα]], το (Α)<br />[[προτροπή]], [[ενθάρρυνση]], [[παρακίνηση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκέλευμα:''' ή -ευσμα, τό, [[προτροπή]], [[παρακίνηση]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκέλευμα Medium diacritics: ἐγκέλευμα Low diacritics: εγκέλευμα Capitals: ΕΓΚΕΛΕΥΜΑ
Transliteration A: enkéleuma Transliteration B: enkeleuma Transliteration C: egkelevma Beta Code: e)gke/leuma

English (LSJ)

or ἐγκέλ-ευσμα, ατος, τό,

   A encouragement, X.Cyn.6.24, Cic. Att.6.1.8.

German (Pape)

[Seite 707] τό, v. l. für das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκέλευμα: ἢ -ευσμα, τό, παραθάρρυνσις, παρακέλευσις, προτροπή, παρακίνησις, Ξεν. Κυν. 6, 24, Κικ. π. Ἀττ. 6. 1, 8.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
encouragement.
Étymologie: ἐγκελεύω.

Greek Monolingual

ἐγκέλευμα και ἐγκέλευσμα, το (Α)
προτροπή, ενθάρρυνση, παρακίνηση.

Greek Monotonic

ἐγκέλευμα: ή -ευσμα, τό, προτροπή, παρακίνηση, σε Ξεν.