δυσραγής: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσραγής]], -ές (Α)<br />αυτός που δύσκολα ρήγνυται, [[σπάζει]].
|mltxt=[[δυσραγής]], -ές (Α)<br />αυτός που δύσκολα ρήγνυται, [[σπάζει]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσρᾰγής:''' -ές ([[ῥήγνυμι]]), [[δύσκολος]] στο [[σπάσιμο]], [[άθραυστος]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσρᾰγής Medium diacritics: δυσραγής Low diacritics: δυσραγής Capitals: ΔΥΣΡΑΓΗΣ
Transliteration A: dysragḗs Transliteration B: dysragēs Transliteration C: dysragis Beta Code: dusragh/s

English (LSJ)

ές,

   A hard to break, Luc.Anach.24 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 688] ές, schwer zu zerreißen, Luc. gymn. 24.

Greek (Liddell-Scott)

δυσρᾰγής: -ές, ὁ δυσκόλως θραυόμενος, διαρρηγνυόμενος, Λουκ. Ἀναχ. 24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
difficile à rompre.
Étymologie: δυσ-, ῥήγνυμι.

Spanish (DGE)

-ές difícil de romper τὰ σκύτη Luc.Anach.24.

Greek Monolingual

δυσραγής, -ές (Α)
αυτός που δύσκολα ρήγνυται, σπάζει.

Greek Monotonic

δυσρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), δύσκολος στο σπάσιμο, άθραυστος, σε Λουκ.