δύσνομος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσνομος]], -ον (Α)<br />[[άδικος]].
|mltxt=[[δύσνομος]], -ον (Α)<br />[[άδικος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσνομος:''' -ον, [[άνομος]], [[παράνομος]], [[άδικος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσνομος Medium diacritics: δύσνομος Low diacritics: δύσνομος Capitals: ΔΥΣΝΟΜΟΣ
Transliteration A: dýsnomos Transliteration B: dysnomos Transliteration C: dysnomos Beta Code: du/snomos

English (LSJ)

ον,

   A lawless, unrighteous, AP6.316 (Nicodem.).

German (Pape)

[Seite 684] gesetzwidrig, δείπνων λείψανα Nicod. 3 (VI, 316).

Greek (Liddell-Scott)

δύσνομος: -ον, ἄνομος, παράνομος, ἄδικος, Ἀνθ. Π. 6. 316.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contraire aux lois, illégal.
Étymologie: δυσ-, νόμος.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene ley, salvaje φῦλα Orac.Sib.7.42, λείψανα δείπνων δύσνομα del banquete de Tiestes AP 6.316 (Nicod.).

Greek Monolingual

δύσνομος, -ον (Α)
άδικος.

Greek Monotonic

δύσνομος: -ον, άνομος, παράνομος, άδικος, σε Ανθ.