δοχμόλοφος: Difference between revisions

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δοχμόλοφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τον λόφο της περικεφαλαίας γερμένο [[προς]] τη μία [[πλευρά]].
|mltxt=[[δοχμόλοφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τον λόφο της περικεφαλαίας γερμένο [[προς]] τη μία [[πλευρά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δοχμόλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[λοφίο]] κεκλιμένο, κυρτό, γυρτό ή [[περικεφαλαία]] με [[φούντα]] που πέφτει στα πλάγια, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοχμόλοφος Medium diacritics: δοχμόλοφος Low diacritics: δοχμόλοφος Capitals: ΔΟΧΜΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: dochmólophos Transliteration B: dochmolophos Transliteration C: dochmolofos Beta Code: doxmo/lofos

English (LSJ)

ον,

   A with slanting, nodding plume, A.Th.114 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δοχμόλοφος: -ον, ἔχων λόφον λοξὸν ἢ νεύοντα, προσκλίνοντα πλαγίως, Αἰσχύλ. Θήβ. 115.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont l’aigrette retombe (sur le casque).
Étymologie: δοχμός, λόφος.

Spanish (DGE)

-ον
dud. de penacho transversal u ondeante κῦμα ... δοχμολόφων ἀνδρῶν A.Th.111.

Greek Monolingual

δοχμόλοφος, -ον (Α)
αυτός που έχει τον λόφο της περικεφαλαίας γερμένο προς τη μία πλευρά.

Greek Monotonic

δοχμόλοφος: -ον, αυτός που έχει λοφίο κεκλιμένο, κυρτό, γυρτό ή περικεφαλαία με φούντα που πέφτει στα πλάγια, σε Αισχύλ.