δύστοκος: Difference between revisions
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=, -η, -ο (AM [[δύστοκος]], -ον)<br />αυτή που έχει δύσκολο τοκετό<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γεννήθηκε για [[κακό]]. | |mltxt=, -η, -ο (AM [[δύστοκος]], -ον)<br />αυτή που έχει δύσκολο τοκετό<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γεννήθηκε για [[κακό]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δύστοκος:''' -ον ([[τίκτω]]), αυτός που γεννά με πόνο. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A born for mischief, δάκος E.Fr.863.
German (Pape)
[Seite 689] schwer gebärend; zum Unheil geboren, Eur. bei Ael. H. A. 14, 6.
Greek (Liddell-Scott)
δύστοκος: -ον, μετὰ πόνου γεννῶν. ― Ἐπίρρ. δυστόκως ἔχειν Εὐστ. Πονημ. 326. 53. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κακῷ γεννηθείς, Εὐρ. Ἀποσπ. 855.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfanté pour le malheur, funeste.
Étymologie: δυσ-, τίκτω.
Spanish (DGE)
-ον
1 nacido para causar desgracia λύγκα, δ. δάκος E.Fr.863.
2 difícil de parir δύστοκα μὲν γὰρ εἶναι τὰ τεθνηκότα Porph.Gaur.5.3.
3 que pare con dificultad, que le cuesta parir (αἱ γυναῖκες) κατὰ δὲ σκοτομηνίας δύστοκοι ἄγαν Chrysipp.Stoic.2.212, ἔτι δὲ ἄνω κειμένων τῶν ὑστερῶν ἀνάγκη δυστόκους γίνεσθαι Phlp.in GA 16.6.
Greek Monolingual
, -η, -ο (AM δύστοκος, -ον)
αυτή που έχει δύσκολο τοκετό
αρχ.
αυτός που γεννήθηκε για κακό.
Greek Monotonic
δύστοκος: -ον (τίκτω), αυτός που γεννά με πόνο.