εἰδότως: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
mNo edit summary
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[εἰδότως]]) <b>επίρρ.</b><br />με τέλεια [[γνώση]], επιστημονικά.
|mltxt=(AM [[εἰδότως]]) <b>επίρρ.</b><br />με τέλεια [[γνώση]], επιστημονικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰδότως:''' επίρρ. του [[εἰδώς]], εν [[γνώσει]], με [[επίγνωση]], σε Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδότως Medium diacritics: εἰδότως Low diacritics: ειδότως Capitals: ΕΙΔΟΤΩΣ
Transliteration A: eidótōs Transliteration B: eidotōs Transliteration C: eidotos Beta Code: ei)do/tws

English (LSJ)

Adv. of εἰδώς,

   A knowingly, Aeschin.1.111; as one who knows, scientifically, Arist.Ph.188a5.

German (Pape)

[Seite 724] kundig, geschickt; Aesch. 1, 111; Arist. phys. ausc. 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδότως: ἐπίρρ. τοῦ εἰδώς, ἐν γνώσει, ἐκ προνοίας, Αἰσχίν. 15. 40, Ἀριστ. Φυσ. 1, 4, 12.

French (Bailly abrégé)

adv.
sciemment, avec connaissance.
Étymologie: εἰδώς.

Spanish (DGE)

adv. sobre εἰδώς con conocimiento εἰ. καὶ σαφῶς Aeschin.1.111, op. ἀνεπιστάτως M.Ant.6.42, cf. Poll.5.144
científicamente οὐκ εἰ. μὲν λέγεται, ὀρθῶς δὲ λέγεται Arist.Ph.188a5.

Greek Monolingual

(AM εἰδότως) επίρρ.
με τέλεια γνώση, επιστημονικά.

Greek Monotonic

εἰδότως: επίρρ. του εἰδώς, εν γνώσει, με επίγνωση, σε Αισχίν.