Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐγχράω: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> ἐγκεχρημένος;<br />porter un coup, diriger une attaque contre.<br />'''Étymologie:''' p. *ἐγχράϜω, de [[ἐν]], [[χραύω]].
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> ἐγκεχρημένος;<br />porter un coup, diriger une attaque contre.<br />'''Étymologie:''' p. *ἐγχράϜω, de [[ἐν]], [[χραύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγχράω:''' και -[[χραύω]], όπως το [[ἐγχρίμπτω]], ωθώ, Λατ. impingere, σε Ηρόδ.· μτχ. Παθ. παρακ., [[ἦσαν]] ἐγκεχρημένοι (ενν. <i>πόλεμοι</i>), υπήρχαν πόλεμοι, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 22:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχράω Medium diacritics: ἐγχράω Low diacritics: εγχράω Capitals: ΕΓΧΡΑΩ
Transliteration A: enchráō Transliteration B: enchraō Transliteration C: egchrao Beta Code: e)gxra/w

English (LSJ)

and ἐγχραύω, Ep. ἐνιχραύω Nic.Th.277:—like ἐγχρίμπτω,

   A dash against, ἐνέχραυεν ἐς τὸ πρόσωπον τὸ σκῆπτρον Hdt.6.75; κυνόδοντά τισι Nic. l. c.    II Pass., ἦσαν δὲ πρός τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι (sc. πόλεμοι) there were wars undertaken... Hdt.7.145 (prob. f.l. for ἐγκεκρημένοι).

German (Pape)

[Seite 714] dasselbe, v. l. Her. 6, 75; pass., ἔσαν δὲ πρός τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι πόλεμοι, 7, 145, auch gegen einige Andere waren heftige Kriege im Gange, was von mehreren Auslegern auf ἐγχειράω zurückgeführt worden.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχράω: καὶ ἐγχραύω, ὡς τὸ ἐγχρίμπτω ὠθῶ εἰς…, Λατ. impingere, ἐνέχραυεν ἐς τὸ πρόσωπον τὸ σκῆπτρον Valck. Ἡρόδ. 6. 75. ΙΙ. παθ. τις τύπος ὑπάρχει παρ’ Ἡρόδ. 7. 145, ἦσαν δὲ πρός τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι ἐνν. πόλεμοι, ἐπικεχειρημένοι· ἀλλὰ πιθανῶς εἶναι ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ ἐγκεχειρημένοι (ἐκ τοῦ ἐγχειρέω).

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. ἐγκεχρημένος;
porter un coup, diriger une attaque contre.
Étymologie: p. *ἐγχράϜω, de ἐν, χραύω.

Greek Monotonic

ἐγχράω: και -χραύω, όπως το ἐγχρίμπτω, ωθώ, Λατ. impingere, σε Ηρόδ.· μτχ. Παθ. παρακ., ἦσαν ἐγκεχρημένοι (ενν. πόλεμοι), υπήρχαν πόλεμοι, στον ίδ.