εἰνοσίφυλλος: Difference between revisions
From LSJ
(10) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἰνοσίφυλλος]], -ον (Α)<br />(για βουνά) σύδενδρος, σκεπασμένος με δέντρα που έχουν πυκνό [[φύλλωμα]]. | |mltxt=[[εἰνοσίφυλλος]], -ον (Α)<br />(για βουνά) σύδενδρος, σκεπασμένος με δέντρα που έχουν πυκνό [[φύλλωμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἰνοσίφυλλος:''' -ον ([[ἔνοσις]]), με [[φυλλωσιά]] που τρεμουλιάζει, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ἔνοσις)
A with quivering foliage, of wooded mountains, Il.2.632, Od.9.22, etc.
German (Pape)
[Seite 733] blätter-, laubschüttelnd, belaubt, waldig, von Bergen, Il. 2, 632 Od. 9, 22.
Greek (Liddell-Scott)
εἰνοσίφυλλος: -ον, (ἔνοσις) ὁ μετὰ σειομένου φυλλώματος, «εἰνοσίφυλλον· σύνδενδρον, κινησίφυλλον· ἔνοσις γὰρ ἡ κίνησις· καὶ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος σύνδενδρος» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Β. 632, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui agite son feuillage.
Étymologie: ἔνοσις, φύλλον.
English (Autenrieth)
(ἔνοσις, φύλλον): leaf-shaking, with quivering foliage, epith. of wooded mountains.
Spanish (DGE)
v. ἐνοσίφυλλος.
Greek Monolingual
εἰνοσίφυλλος, -ον (Α)
(για βουνά) σύδενδρος, σκεπασμένος με δέντρα που έχουν πυκνό φύλλωμα.
Greek Monotonic
εἰνοσίφυλλος: -ον (ἔνοσις), με φυλλωσιά που τρεμουλιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.