ἐκχρηματίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκχρηματίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> χρηματίζομαι σε [[βάρος]] άλλου, πιέζοντας κάποιον του [[παίρνω]] χρήματα, [[αργυρολογώ]]<br /><b>2.</b> [[εισπράττω]] συνεισφορές.
|mltxt=[[ἐκχρηματίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> χρηματίζομαι σε [[βάρος]] άλλου, πιέζοντας κάποιον του [[παίρνω]] χρήματα, [[αργυρολογώ]]<br /><b>2.</b> [[εισπράττω]] συνεισφορές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκχρηματίζομαι:''' αποθ., [[αποσπώ]] χρήματα, [[εισπράττω]] εισφορές, [[φορολογώ]], <i>τινα</i>, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 22:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκχρημᾰτίζομαι Medium diacritics: ἐκχρηματίζομαι Low diacritics: εκχρηματίζομαι Capitals: ΕΚΧΡΗΜΑΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ekchrēmatízomai Transliteration B: ekchrēmatizomai Transliteration C: ekchrimatizomai Beta Code: e)kxrhmati/zomai

English (LSJ)

   A squeeze money from, levy contributions on, τινά Th.8.87, D.C.53.10.

German (Pape)

[Seite 787] Geld erpressen, τινά, von Einem; Thuc. 8, 87; D. Cass. 53, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχρηματίζομαι: ἀποθ., πράττομαι ἀργύριον, λαμβάνω χρήματα, ἀργυρολοῶ, τινὰ Θουκ. 8. 87. Δίων Κ. 53. 10.

French (Bailly abrégé)

extorquer de l’argent.
Étymologie: ἐκ, χρηματίζω.

Spanish (DGE)

sacar el dinero mediante extorsión ἵνα τοὺς Φοίνικας ... ἐκχρηματίσαιτο ἀφείς para sacar dinero a los fenicios por dejarles ir Th.8.87, τοὺς μὲν συμμάχους ... μήθ' ὑβρίζετε μήτε ἐκχρηματίζεσθε D.C.53.10.5.

Greek Monolingual

ἐκχρηματίζομαι (Α)
1. χρηματίζομαι σε βάρος άλλου, πιέζοντας κάποιον του παίρνω χρήματα, αργυρολογώ
2. εισπράττω συνεισφορές.

Greek Monotonic

ἐκχρηματίζομαι: αποθ., αποσπώ χρήματα, εισπράττω εισφορές, φορολογώ, τινα, σε Θουκ.