ἐκχράω: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐκχράω]] ιων. τ. ἐκχρέω (Α)<br /><b>1.</b> [[εξαρκώ]], [[επαρκώ]], [[είμαι]] [[επαρκής]] για [[κάτι]], [[ικανοποιώ]], αρέσω<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐκχρήσει</i>, <i>ἐξέχρησε</i> με απρμφ.<br />θα [[είναι]] ή υπήρξε επαρκές, αρεστό για κάποιον, θα αρέσει ή άρεσε («κῶς ταῡτα βασιλέι ἐκχρήσει περιυβρίσθαι;» — πώς θα αρέσει —θα [[είναι]] ανεκτό— στον [[βασιλέα]] να έχει υποστεί αυτές τις προσβολές;)———————— <b>(II)</b><br />[[ἐκχράω]] (Α)<br />[[αναγγέλλω]] ως χρησμό, [[χρησμοδοτώ]], [[προλέγω]], [[θεσπίζω]] («τὰ πόλλ' ἐκεῑν' ὅτ' ἐξέχρη [[κακά]]» — όταν προείπε [χρησμοδότησε] τις πολλές εκείνες συμφορές).
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐκχράω]] ιων. τ. ἐκχρέω (Α)<br /><b>1.</b> [[εξαρκώ]], [[επαρκώ]], [[είμαι]] [[επαρκής]] για [[κάτι]], [[ικανοποιώ]], αρέσω<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐκχρήσει</i>, <i>ἐξέχρησε</i> με απρμφ.<br />θα [[είναι]] ή υπήρξε επαρκές, αρεστό για κάποιον, θα αρέσει ή άρεσε («κῶς ταῡτα βασιλέι ἐκχρήσει περιυβρίσθαι;» — πώς θα αρέσει —θα [[είναι]] ανεκτό— στον [[βασιλέα]] να έχει υποστεί αυτές τις προσβολές;)———————— <b>(II)</b><br />[[ἐκχράω]] (Α)<br />[[αναγγέλλω]] ως χρησμό, [[χρησμοδοτώ]], [[προλέγω]], [[θεσπίζω]] («τὰ πόλλ' ἐκεῑν' ὅτ' ἐξέχρη [[κακά]]» — όταν προείπε [χρησμοδότησε] τις πολλές εκείνες συμφορές).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκχράω:''' μέλ. <i>χρήσω</i>, αόρ. βʹ [[ἐξέχρην]]·<br /><b class="num">I.</b> [[χρησμοδοτώ]], [[διακηρύσσω]], [[ανακοινώνω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αρκώ]], [[επαρκώ]], σε Ηρόδ.· απρόσ. όπως το <i>ἀποχρᾷ</i>, με απαρ., [[κῶς]] βασιλέϊ ἐκχρήσει; με ποιο τρόπο θα τον ικανοποιήσει; πώς θα τον ευχαριστηθεί; στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκχράω Medium diacritics: ἐκχράω Low diacritics: εκχράω Capitals: ΕΚΧΡΑΩ
Transliteration A: ekchráō Transliteration B: ekchraō Transliteration C: ekchrao Beta Code: e)kxra/w

English (LSJ)

(v. χράω c),

   A declare as an oracle, tell out, τὰ πόλλ' . . ὅτ' ἐξέχρη κακά S.OC87.    II suffice, οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρα Hdt.8.70: impers., c. inf., κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; how will it suffice him, how will he be content to . . ? Id.3.137.

German (Pape)

[Seite 787] (s. χράω), 1) ein Orakel geben, verkündigen; ἐξ ἀγαθῶν ἔχραον Pind. Ol. 7, 62; ὅτ' ἐξέχρη κακά Soph. O. C. 87. – 2) ausreichen, hinreichen; οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη Her. 8, 70; κῶς βασιλῆϊ ἐκχρήσει ταῦτα περιυβρίσθαι, wie wird es behagen, 3, 137.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχράω: (ἴδε χράω γ), χρησμοδοτῶ, θεσπίζω, τά πόλλ’ … ὅτ’ ἐξέχρη κακὰ Σοφ. Ο. Κ. 87, πρβλ. Πίνδ. Ο. 7. 170. ΙΙ. ἐξαρκῶ, οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρα Ἡρόδ. 8. 70· - ἀπροσ. ὡς τὸ ἀποχρᾷ μετ’ ἀπαρ., κῶς ταῦτα βασιλέϊ... ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; ὁ αὐτ. 3. 137.

French (Bailly abrégé)

1seul. fut. et ao. impers. • ἐκχρήσει, • ἐξέχρησε;
suffire : κῶς βασιλῆϊ ἐκχρήσει ; avec l’inf. HDT comment suffira-t-il au roi, comment le roi se contentera-t-il de ?
Étymologie: ἐκ, χράω⁴.
2impf. 3ᵉ sg. ἐξέχρη;
annoncer un oracle, prédire, acc..
Étymologie: ἐκ, χράω³.

Spanish (DGE)

predecir (Φοῖβος) τὰ πόλλ' ἐκεῖν' ὅτ' ἐξέχρη κακά cuando (Febo) presagió aquel cúmulo de desgracias S.OC 87
decir, emitir proféticamente τοίην ... φωνὴν ἀθα<νά>την Posidipp.Epigr.37.12.

satisfacer, ser conveniente c. dat. de pers. e inf. οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη ναυμαχίην ποιήσασθαι el día no les permitió presentar batalla naval Hdt.8.70, κῶς ταῦτα βασιλέϊ ... ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; ¿cómo se conformaría el rey con ser ultrajado? Hdt.3.137.

Greek Monolingual

(I)
ἐκχράω ιων. τ. ἐκχρέω (Α)
1. εξαρκώ, επαρκώ, είμαι επαρκής για κάτι, ικανοποιώ, αρέσω
2. απρόσ. ἐκχρήσει, ἐξέχρησε με απρμφ.
θα είναι ή υπήρξε επαρκές, αρεστό για κάποιον, θα αρέσει ή άρεσε («κῶς ταῡτα βασιλέι ἐκχρήσει περιυβρίσθαι;» — πώς θα αρέσει —θα είναι ανεκτό— στον βασιλέα να έχει υποστεί αυτές τις προσβολές;)———————— (II)
ἐκχράω (Α)
αναγγέλλω ως χρησμό, χρησμοδοτώ, προλέγω, θεσπίζω («τὰ πόλλ' ἐκεῑν' ὅτ' ἐξέχρη κακά» — όταν προείπε [χρησμοδότησε] τις πολλές εκείνες συμφορές).

Greek Monotonic

ἐκχράω: μέλ. χρήσω, αόρ. βʹ ἐξέχρην·
I. χρησμοδοτώ, διακηρύσσω, ανακοινώνω, σε Σοφ.
II. αρκώ, επαρκώ, σε Ηρόδ.· απρόσ. όπως το ἀποχρᾷ, με απαρ., κῶς βασιλέϊ ἐκχρήσει; με ποιο τρόπο θα τον ικανοποιήσει; πώς θα τον ευχαριστηθεί; στον ίδ.