ἐκκομψεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
(10) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκκομψεύομαι]] (Α)<br />[[μιλώ]] με ωραίες εκφράσεις. | |mltxt=[[ἐκκομψεύομαι]] (Α)<br />[[μιλώ]] με ωραίες εκφράσεις. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκκομψεύομαι:''' Μέσ., [[εκθέτω]], [[παρουσιάζω]], εκφράζομαι με κομψό τρόπο, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A set forth in fair terms, E.IA333 (but prob. εὖ κεκόμψευσαι).
German (Pape)
[Seite 764] sehr witzig sein, s. simplex, Eur. I. A. 333.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκομψεύομαι: μέσ., λέγω ἢ προτείνω τι μετὰ κομψότητος, Εὐρ. Ι. Α. 333, ἔνθα ὁ Ruhnk. προτείνει εὖ κεκόμψευσαι καὶ ἄλλοι ἄλλα, πρβλ. κομψεύω.
French (Bailly abrégé)
pf. 2ᵉ sg. ἐκκεκόμψευσαι;
exprimer avec grâce ou éloquence.
Étymologie: ἐκ, κομψεύω.
Greek Monolingual
ἐκκομψεύομαι (Α)
μιλώ με ωραίες εκφράσεις.
Greek Monotonic
ἐκκομψεύομαι: Μέσ., εκθέτω, παρουσιάζω, εκφράζομαι με κομψό τρόπο, σε Ευρ.