ἐλευθερωτής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. ελευθερώτρια και ελευθερώτρα) (AM [[ἐλευθερωτής]])<br />αυτός που ελευθερώνει, απελευθερώνει ή απολυτρώνει κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μηχάνημα]] με το οποίο δίνεται [[ελευθερία]] στην [[κίνηση]] και [[λειτουργία]] μιας μηχανής<br /><b>2.</b> <b>θηλ.</b> <i>Ελευθερώτρια</i>, η<br />[[προσωνυμία]] της Θεοτόκου και [[τύπος]] εικόνας [[προς]] τιμήν της για την [[απελευθέρωση]] της Ελλάδας από τη γερμανική και την ιταλική [[κατοχή]].
|mltxt=ο (θηλ. ελευθερώτρια και ελευθερώτρα) (AM [[ἐλευθερωτής]])<br />αυτός που ελευθερώνει, απελευθερώνει ή απολυτρώνει κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μηχάνημα]] με το οποίο δίνεται [[ελευθερία]] στην [[κίνηση]] και [[λειτουργία]] μιας μηχανής<br /><b>2.</b> <b>θηλ.</b> <i>Ελευθερώτρια</i>, η<br />[[προσωνυμία]] της Θεοτόκου και [[τύπος]] εικόνας [[προς]] τιμήν της για την [[απελευθέρωση]] της Ελλάδας από τη γερμανική και την ιταλική [[κατοχή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλευθερωτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ελευθερώνει, [[απελευθερωτής]], [[σωτήρας]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλευθερωτής Medium diacritics: ἐλευθερωτής Low diacritics: ελευθερωτής Capitals: ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗΣ
Transliteration A: eleutherōtḗs Transliteration B: eleutherōtēs Transliteration C: eleftherotis Beta Code: e)leuqerwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A liberator, Max.Tyr.21.6, Luc.Vit.Auct.8, D.C.41.57.

German (Pape)

[Seite 796] ὁ, der Befreier, Luc. Vit. auct. 8 u. 86.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθερωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλευθερῶν, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 8, Δίων Κ. 41. 57.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
libérateur.
Étymologie: ἐλευθερόω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 libertador ἐ. εἰμι τῶν ἀνθρώπων del filósofo Diógenes, Luc.Vit.Auct.8, ὁ δουλείας ἐ. de Heracles, Max.Tyr.15.6, ἐλευθερωταὶ τοῦ δήμου de los asesinos de César, D.C.44.1.2, cf. 41.57.2, Sopat.Rh.Tract.242.14
crist. libertador, redentor de Dios τῷ πάντων ἐλευθερωτῇ θεῷ χαριστήρια φερόντων Const. en Eus.VC 2.30.1, frec. de Cristo ὁ ἐ. τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἐκ τῆς τῶν πολλῶν δουλείας A.Thom.A 142, cf. Ast.Soph.Hom.18.9, μετὰ τῶν αἰχμαλώτων ὁ ἐ. Epiph.Const.Hom.M.43.440D.
2 jur. manumisor οἱ ... τῶν ἔμπροσθεν δουλευόντων ἐλευθερωταί Iust.Nou.22.8, cf. 78.4, Cod.Iust.6.4.4.24.

Greek Monolingual

ο (θηλ. ελευθερώτρια και ελευθερώτρα) (AM ἐλευθερωτής)
αυτός που ελευθερώνει, απελευθερώνει ή απολυτρώνει κάποιον
νεοελλ.
1. μηχάνημα με το οποίο δίνεται ελευθερία στην κίνηση και λειτουργία μιας μηχανής
2. θηλ. Ελευθερώτρια, η
προσωνυμία της Θεοτόκου και τύπος εικόνας προς τιμήν της για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική και την ιταλική κατοχή.

Greek Monotonic

ἐλευθερωτής: -οῦ, ὁ, αυτός που ελευθερώνει, απελευθερωτής, σωτήρας, σε Λουκ.