ἐνολισθάνω: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(6_23) |
(4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνολισθάνω''': καὶ μεταγεν. -αίνω, ὀλισθαίνω ἔν τινι, βυθίζομαι, ἡ δὲ [[χώρα]]... χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῖς Πλουτ. Κίμ. 16˙ ὀλισθαίνω ἔν τινι καὶ [[πίπτω]], ὁ αὐτ. Πομπ. 25. | |lstext='''ἐνολισθάνω''': καὶ μεταγεν. -αίνω, ὀλισθαίνω ἔν τινι, βυθίζομαι, ἡ δὲ [[χώρα]]... χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῖς Πλουτ. Κίμ. 16˙ ὀλισθαίνω ἔν τινι καὶ [[πίπτω]], ὁ αὐτ. Πομπ. 25. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνολισθάνω:''' ή -[[αίνω]], μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ώλισθον</i>, [[καταρρέω]], [[υποχωρώ]], λέγεται για το [[έδαφος]], σε Πλούτ.· [[γλιστρώ]] και [[πέφτω]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
later ἐνοινο-αίνω, aor. 2 ἐνώλισθον,
A fall in, of the ground, χάσμασι πολλοῖς Plu.Cim.16; slip and fall, of birds, Id.Pomp.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνολισθάνω: καὶ μεταγεν. -αίνω, ὀλισθαίνω ἔν τινι, βυθίζομαι, ἡ δὲ χώρα... χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῖς Πλουτ. Κίμ. 16˙ ὀλισθαίνω ἔν τινι καὶ πίπτω, ὁ αὐτ. Πομπ. 25.
Greek Monotonic
ἐνολισθάνω: ή -αίνω, μέλ. -ολισθήσω, αόρ. βʹ -ώλισθον, καταρρέω, υποχωρώ, λέγεται για το έδαφος, σε Πλούτ.· γλιστρώ και πέφτω, στον ίδ.