ἐνολισθάνω: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(6_23)
(4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνολισθάνω''': καὶ μεταγεν. -αίνω, ὀλισθαίνω ἔν τινι, βυθίζομαι, ἡ δὲ [[χώρα]]... χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῖς Πλουτ. Κίμ. 16˙ ὀλισθαίνω ἔν τινι καὶ [[πίπτω]], ὁ αὐτ. Πομπ. 25.
|lstext='''ἐνολισθάνω''': καὶ μεταγεν. -αίνω, ὀλισθαίνω ἔν τινι, βυθίζομαι, ἡ δὲ [[χώρα]]... χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῖς Πλουτ. Κίμ. 16˙ ὀλισθαίνω ἔν τινι καὶ [[πίπτω]], ὁ αὐτ. Πομπ. 25.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνολισθάνω:''' ή -[[αίνω]], μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ώλισθον</i>, [[καταρρέω]], [[υποχωρώ]], λέγεται για το [[έδαφος]], σε Πλούτ.· [[γλιστρώ]] και [[πέφτω]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνολισθάνω Medium diacritics: ἐνολισθάνω Low diacritics: ενολισθάνω Capitals: ΕΝΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: enolisthánō Transliteration B: enolisthanō Transliteration C: enolisthano Beta Code: e)nolisqa/nw

English (LSJ)

later ἐνοινο-αίνω, aor. 2 ἐνώλισθον,

   A fall in, of the ground, χάσμασι πολλοῖς Plu.Cim.16; slip and fall, of birds, Id.Pomp.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνολισθάνω: καὶ μεταγεν. -αίνω, ὀλισθαίνω ἔν τινι, βυθίζομαι, ἡ δὲ χώρα... χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῖς Πλουτ. Κίμ. 16˙ ὀλισθαίνω ἔν τινι καὶ πίπτω, ὁ αὐτ. Πομπ. 25.

Greek Monotonic

ἐνολισθάνω: ή -αίνω, μέλ. -ολισθήσω, αόρ. βʹ -ώλισθον, καταρρέω, υποχωρώ, λέγεται για το έδαφος, σε Πλούτ.· γλιστρώ και πέφτω, στον ίδ.