ἐξεργαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξεργαστικός]], -ή, -όν (Α) [[εξεργασία]]<br /><b>1.</b> αυτός που δείχνει ζήλο για [[εξεργασία]] («ἐξεργαστικωτάτους ὧν ἄν ἐγχειρῶσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξεργαστικόν</i><br />η [[εκζήτηση]].
|mltxt=[[ἐξεργαστικός]], -ή, -όν (Α) [[εξεργασία]]<br /><b>1.</b> αυτός που δείχνει ζήλο για [[εξεργασία]] («ἐξεργαστικωτάτους ὧν ἄν ἐγχειρῶσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξεργαστικόν</i><br />η [[εκζήτηση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξεργαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[ικανός]] να κατορθώσει [[κάτι]], <i>τινος</i>, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεργαστικός Medium diacritics: ἐξεργαστικός Low diacritics: εξεργαστικός Capitals: ΕΞΕΡΓΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exergastikós Transliteration B: exergastikos Transliteration C: eksergastikos Beta Code: e)cergastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to accomplish, τινός X.Mem.4.1.4 (in Sup.), Plb.15.37.1; τὸ ἐ. τοῦ λόγου diligent inquiry, A.D.Synt.312.9.    II Adv. -κῶς elaborately, in detail, Phld.Rh.1.156S., Piet.19: Comp. -ώτερον Corn. ND35, A.D.Synt.282.10.

German (Pape)

[Seite 877] ή, όν, zum Ausarbeiten, Vollenden geschickt, ὧν ἂν ἐγχειρῶσιν ἐξεργαστικώτατοι Xen. Mem. 4, 1, 4; Pol. 15, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεργαστικός: ή, ον, ἱκανὸς ὅπως κατορθώσῃ τι, τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Πολύβ. 15. 37, 1. -Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ συγκριτ., ἐξεργαστικωτέρως, μετὰ μείζονος ἐπεξεργασίας, Κορνοῦτος περὶ Θεῶν Φύσ. 32, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιτετμημένως.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à exécuter;
Sp. ἐξεργαστικώτατος.
Étymologie: ἐξεργάζομαι.

Greek Monolingual

ἐξεργαστικός, -ή, -όν (Α) εξεργασία
1. αυτός που δείχνει ζήλο για εξεργασία («ἐξεργαστικωτάτους ὧν ἄν ἐγχειρῶσι», Ξεν.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεργαστικόν
η εκζήτηση.

Greek Monotonic

ἐξεργαστικός: -ή, -όν, αυτός που είναι ικανός να κατορθώσει κάτι, τινος, σε Ξεν.