ἐξόγκωμα: Difference between revisions
From LSJ
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐξόγκωμα]]) [[εξογκώ]]<br />ό,τι έχει σχηματιστεί από [[εξόγκωση]] ή [[ανύψωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρήξιμο]]. | |mltxt=το (AM [[ἐξόγκωμα]]) [[εξογκώ]]<br />ό,τι έχει σχηματιστεί από [[εξόγκωση]] ή [[ανύψωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρήξιμο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξόγκωμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε πρησμένο, φουσκωμένο, υψωμένο, <i>ἐξ. λάϊνον</i>, [[σωρός]], [[οικοδόμημα]] από πέτρες, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything raised or swollen, ἐ. λάϊνα cairns, E.HF1332; swelling, Hp.Epid.2.2.24.
German (Pape)
[Seite 884] τό, das Erhöhte, Angeschwellte, λάϊνα, Grabhügel, Eur. Herc. Fur. 1332.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόγκωμα: τό, πᾶν ὑψούμενος ἢ ἐξογκούμενον πρᾶγμα, λαΐνοισί τ’ ἐξογκώμασι, λιθίνοις οἰκοδομήμασι, δηλ. βωμοῖς, ναοῖς, κλ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1332.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
gonflement.
Étymologie: ἐξογκόω.
Greek Monolingual
το (AM ἐξόγκωμα) εξογκώ
ό,τι έχει σχηματιστεί από εξόγκωση ή ανύψωση
νεοελλ.
πρήξιμο.
Greek Monotonic
ἐξόγκωμα: -ατος, τό, οτιδήποτε πρησμένο, φουσκωμένο, υψωμένο, ἐξ. λάϊνον, σωρός, οικοδόμημα από πέτρες, σε Ευρ.