ἐξοικήσιμος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξοικήσιμος]], -ον (Α) [[εξοίκηση]]<br />[[κατοικήσιμος]]. | |mltxt=[[ἐξοικήσιμος]], -ον (Α) [[εξοίκηση]]<br />[[κατοικήσιμος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξοικήσιμος:''' -ον, [[κατοικήσιμος]], κατοικημένος, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A habitable, inhabited, S. OC27.
German (Pape)
[Seite 885] bewohnbar, τόπος Soph. O. C. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοικήσιμος: -ον, κατοικήσιμος, Σοφ. Ο. Κ. 27.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
habitable.
Étymologie: ἐξοικέω.
Greek Monolingual
ἐξοικήσιμος, -ον (Α) εξοίκηση
κατοικήσιμος.
Greek Monotonic
ἐξοικήσιμος: -ον, κατοικήσιμος, κατοικημένος, σε Σοφ.