ἐξύφασμα: Difference between revisions

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξύφασμα]], το (Α)<br /><b>φρ.</b> «κερκίδος σῆς [[ἐξύφασμα]]» — αυτό που ύφανε ο αργαλιός σου (<b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[ἐξύφασμα]], το (Α)<br /><b>φρ.</b> «κερκίδος σῆς [[ἐξύφασμα]]» — αυτό που ύφανε ο αργαλιός σου (<b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξύφασμα:''' [ῠ], -ατος, τό, αποτελειωμένο ύφασμα, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῠφασμα Medium diacritics: ἐξύφασμα Low diacritics: εξύφασμα Capitals: ΕΞΥΦΑΣΜΑ
Transliteration A: exýphasma Transliteration B: exyphasma Transliteration C: eksyfasma Beta Code: e)cu/fasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A finished web, κερκίδος ἐ. σῆς E.El.539.

German (Pape)

[Seite 890] τό, das (vollendete) Gewebe, κερκίδος Eur. El. 539; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξύφασμα: ῠ, τό, ὕφασμα, κερκίδος σῆς ἐξ. Εὐρ. Ἠλ. 539.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
tissu.
Étymologie: ἐξυφαίνω.

Greek Monolingual

ἐξύφασμα, το (Α)
φρ. «κερκίδος σῆς ἐξύφασμα» — αυτό που ύφανε ο αργαλιός σου (Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξύφασμα: [ῠ], -ατος, τό, αποτελειωμένο ύφασμα, σε Ευρ.