ἐπαγείρω: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(12)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπαγείρω]] (Α)<br />[[συναθροίζω]], [[συγκεντρώνω]] («λαοὺς δ' οὐκ [[ἐπέοικε]] παλίλλογα ταῡτ' ἐπαγείρειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αγείρω]] «[[συγκεντρώνω]]»].
|mltxt=[[ἐπαγείρω]] (Α)<br />[[συναθροίζω]], [[συγκεντρώνω]] («λαοὺς δ' οὐκ [[ἐπέοικε]] παλίλλογα ταῡτ' ἐπαγείρειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αγείρω]] «[[συγκεντρώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰγείρω:''' μέλ. <i>-ᾰγερῶ</i>, [[συναθροίζω]], [[συγκεντρώνω]], [[συλλέγω]], λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., λέγεται για ανθρώπους, συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰγείρω Medium diacritics: ἐπαγείρω Low diacritics: επαγείρω Capitals: ΕΠΑΓΕΙΡΩ
Transliteration A: epageírō Transliteration B: epageirō Transliteration C: epageiro Beta Code: e)pagei/rw

English (LSJ)

   A gather together, collect, of things, Il.1.126:—Pass., of men, assemble, πρὶν ἐπὶ ἔθνε' ἀγείρετο Od.11.632, cf. Pi.P.9.54 (Act.).

German (Pape)

[Seite 893] zusammenbringen; von leblosen Dingen, Il. 1, 126; von Menschen, Pind. P. 9, 54, in tmesi; pass. sich versammeln, Od. 11, 631.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγείρω: συναθροίζω ἐπὶ τὸ αὐτό, συλλέγω, ἐπὶ πραγμάτων, λαοὺς δ’ οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῦτ’ ἐπαγείρειν, «οὐ προσῆκόν ἐστιν εἰς τὸ αὐτὸ πάλιν συναγαγεῖν τοὺς Ἕλληνας τὰ ἅπαξ φθάσαντα αὐτοῖς διαμερισθῆναι χρήματα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 126. - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων, συναθροίζομαι, πρὶν ἐπὶ ἔθνε’ ἐγείρετο Ὀδ. Λ. 631· πρβλ. Πίνδ. Π. 9. 93.

French (Bailly abrégé)

rassembler.
Étymologie: ἐπί, ἀγείρω.

English (Autenrieth)

bring together, Il. 1.126†.

English (Slater)

ἐπαγείρω
   1 call together “ἐπὶ λαὸν ἀγείραις νασιώταν ὄχθον ἐς ἀμφίπεδον” (P. 9.54)

Greek Monolingual

ἐπαγείρω (Α)
συναθροίζω, συγκεντρώνω («λαοὺς δ' οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῡτ' ἐπαγείρειν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγείρω «συγκεντρώνω»].

Greek Monotonic

ἐπᾰγείρω: μέλ. -ᾰγερῶ, συναθροίζω, συγκεντρώνω, συλλέγω, λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., λέγεται για ανθρώπους, συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Οδ.