ἐπίμετρον: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />surplus, surcroît.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μέτρον]].
|btext=ου (τό) :<br />surplus, surcroît.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μέτρον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίμετρον:''' τό, [[προσθήκη]], [[υπερβολή]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμετρον Medium diacritics: ἐπίμετρον Low diacritics: επίμετρον Capitals: ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ
Transliteration A: epímetron Transliteration B: epimetron Transliteration C: epimetron Beta Code: e)pi/metron

English (LSJ)

τό,

   A something added to make good measure excess, Theoc.12.26, PTeb.91.11 (ii B.C.); ἐ. ποιεῖν make an increase, Thphr.CP4.13.7, Plu.2.676b; πολὺ ποιεῖ τοῦ ψεύδους . ib.503d; λόγον ἐν ἐπιμέτρῳ διατίθενται into the bargain, Plb.6.46.6; ἐξ ἐπιμέτρου λέγειν S.E.P.2.47, cf. Gal.8.493.

German (Pape)

[Seite 962] τό, Zugabe, Uebermaaß; Theocr. 12, 26; Theophr. u. Sp.; ἐν ἐπιμέτρῳ, obenein, z. B. λόγον διατίθενται Pol. 6, 46, 6; ἐξ ἐπιμέτρου Sest. Emp. adv. log. 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμετρον: τό, κἄτι τι προστιθέμενον ὅπως πληρώσῃ καλῶς τὸ μέτρον. ὑπερβολή, προσθήκη, ἢν γὰρ καί τι δάκῃς, τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐθὺς ἔθηκας, διπλάσιον δ’ ὤνησας· ἔχων δ’ ἐπίμετρον ἀπῆλθον Θεόκρ. 12. 26· δι’ ὃ καὶ τὸ ἐπίμετρον ποιεῖ, αὔξεται, γίνεται περισσότερος, ἐπὶ σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 7, Πλούτ. 2. 503D, 676B· ἐν ἐπιμέτρῳ, ἐπὶ πλέον, ὡς ἐκ περισσοῦ, Πολύβ. 6. 46, 6· ἐξ ἐπιμέτρου Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 47, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
surplus, surcroît.
Étymologie: ἐπί, μέτρον.

Greek Monotonic

ἐπίμετρον: τό, προσθήκη, υπερβολή, σε Θεόκρ.