ἐπενθρῴσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(SL_1)
(4)
Line 15: Line 15:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἐπενθρῴσκω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[leap]] [[upon]] γέρονθ' [[ὅτι]] Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐ[πεν]θορόντα (Pae. 6.115)
|sltr=[[ἐπενθρῴσκω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[leap]] [[upon]] γέρονθ' [[ὅτι]] Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐ[πεν]θορόντα (Pae. 6.115)
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπενθρῴσκω:''' μέλ. <i>-ενθοροῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ενέθορον</i>· [[πηδώ]] πάνω σε [[κάτι]], με δοτ., σε Αισχύλ.· ἐπ. [[ἐπί]] τινα, τινάζομαι, [[ορμώ]] πάνω σε κάποιον, όπως πάνω σε εχθρό, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπενθρῴσκω Medium diacritics: ἐπενθρῴσκω Low diacritics: επενθρώσκω Capitals: ΕΠΕΝΘΡΩΣΚΩ
Transliteration A: epenthrṓiskō Transliteration B: epenthrōskō Transliteration C: epenthrosko Beta Code: e)penqrw/|skw

English (LSJ)

   A leap upon, (sc. βωμῷ) Pi.Pae.6.115; σέλμασι ναῶν A.Pers.359; ἐ. ἄνω (sc. τῇ εὐνῇ) S.Tr.917; ἐ. ἐπί τινα leap forth after or upon one, as an enemy, Id.OT469 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 ἐπενθορών;
s’élancer sur ou contre.
Étymologie: ἐπί, ἐνθρῴσκω.

English (Slater)

ἐπενθρῴσκω
   1 leap upon γέρονθ' ὅτι Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐ[πεν]θορόντα (Pae. 6.115)

Greek Monotonic

ἐπενθρῴσκω: μέλ. -ενθοροῦμαι, αόρ. βʹ -ενέθορον· πηδώ πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Αισχύλ.· ἐπ. ἐπί τινα, τινάζομαι, ορμώ πάνω σε κάποιον, όπως πάνω σε εχθρό, σε Σοφ.