ἐπανθρακίδες: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπανθρακίδες]], αι (Α)<br />τα ψάρια που ψήνονται [[πάνω]] σε κάρβουνα ή ψάρια για [[τηγάνισμα]] («ἡνίκ' ἄν [[ἐπανθρακίδες]] ὦσι παρακείμεναι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανθρακ</i>-<i>ίδες</i> «μικρά ψάρια που τρώγονται ψητά»]. | |mltxt=[[ἐπανθρακίδες]], αι (Α)<br />τα ψάρια που ψήνονται [[πάνω]] σε κάρβουνα ή ψάρια για [[τηγάνισμα]] («ἡνίκ' ἄν [[ἐπανθρακίδες]] ὦσι παρακείμεναι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανθρακ</i>-<i>ίδες</i> «μικρά ψάρια που τρώγονται ψητά»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπανθρᾰκίδες:''' -ων, αἱ ([[ἀνθρακίς]]), μικρό ψάρι για [[ψήσιμο]] ή [[τηγάνισμα]], [[μαρίδα]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ων, αἱ, (ἀνθρακίς)
A small fish for frying, small fry, Ar.Ach.670, V.1127.
German (Pape)
[Seite 902] αἱ, kleine Fische, die auf Kohlen geröstet wurden, Ar. Ach. 670 Vesp. 1127; – im singul. auch eine Art Brod, Ath. III, 110 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανθρᾰκίδες: -ων, αἱ, (ἀνθρακὶς) «τὰ ἐπ᾿ ἀνθράκων ὀπτώμενα ἰχθύδια» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 670, Σφ. 1127 πρβλ. Πολυδ. ϛʹ, 55.
French (Bailly abrégé)
ίδων (αἱ) :
petits poissons à faire frire, friture.
Étymologie: ἐπί, ἄνθραξ.
Greek Monolingual
ἐπανθρακίδες, αι (Α)
τα ψάρια που ψήνονται πάνω σε κάρβουνα ή ψάρια για τηγάνισμα («ἡνίκ' ἄν ἐπανθρακίδες ὦσι παρακείμεναι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανθρακ-ίδες «μικρά ψάρια που τρώγονται ψητά»].
Greek Monotonic
ἐπανθρᾰκίδες: -ων, αἱ (ἀνθρακίς), μικρό ψάρι για ψήσιμο ή τηγάνισμα, μαρίδα, σε Αριστοφ.