ἐπικίχρημι: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικίχρημι]] (Α)<br />[[δανείζω]], [[προσφέρω]] για δανεισμό («τάγματα στρατιωτῶν, ὧν ἐπέχρησε δύο Καίσαρι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κίχρημι]] «[[δανείζω]]»].
|mltxt=[[ἐπικίχρημι]] (Α)<br />[[δανείζω]], [[προσφέρω]] για δανεισμό («τάγματα στρατιωτῶν, ὧν ἐπέχρησε δύο Καίσαρι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κίχρημι]] «[[δανείζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικίχρημι:''' αόρ. αʹ <i>ἐπ-έχρησα</i>, [[δανείζω]], <i>τί τινι</i>, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικίχρημι Medium diacritics: ἐπικίχρημι Low diacritics: επικίχρημι Capitals: ΕΠΙΚΙΧΡΗΜΙ
Transliteration A: epikíchrēmi Transliteration B: epikichrēmi Transliteration C: epikichrimi Beta Code: e)piki/xrhmi

English (LSJ)

aor. I ἐπέχρησα,

   A lend, τινὶ τάγματα πρὸς τὸν πόλεμον Plu.Pomp.52; ἐπιχρήσας ἑαυτὸν εἰς ἀπαλλοτρίωσιν CIG3281 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 949] (s. κίχρημι), dazu leihen, ἐπέχρησε Plut. Pomp. 52.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. ἐπέχρησα;
prêter en outre.
Étymologie: ἐπί, κίχρημι.

Greek Monolingual

ἐπικίχρημι (Α)
δανείζω, προσφέρω για δανεισμό («τάγματα στρατιωτῶν, ὧν ἐπέχρησε δύο Καίσαρι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίχρημι «δανείζω»].

Greek Monotonic

ἐπικίχρημι: αόρ. αʹ ἐπ-έχρησα, δανείζω, τί τινι, σε Πλούτ.