ἐπιτάραξις: Difference between revisions
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιτάραξις]], ἡ (Α) [[επιταράσσω]]<br />[[διατάραξη]], [[ταραχή]], [[σύγχυση]] («διτταὶ γίγνονται ἐπιταράξεις ὄμμασιν, ἔκ τε φωτὸς εἰς [[σκότος]]... καί ἐκ σκότους εἰς φῶς», <b>Πλάτ.</b>). | |mltxt=[[ἐπιτάραξις]], ἡ (Α) [[επιταράσσω]]<br />[[διατάραξη]], [[ταραχή]], [[σύγχυση]] («διτταὶ γίγνονται ἐπιταράξεις ὄμμασιν, ἔκ τε φωτὸς εἰς [[σκότος]]... καί ἐκ σκότους εἰς φῶς», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιτάραξις:''' -εως, ἡ, [[ενόχληση]], [[διατάραξη]], [[σύγχυση]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
[τᾰ], εως, ἡ,
A bewilderment, confusion, Pl.R.518a (pl.).
German (Pape)
[Seite 989] ἡ, die Trübung, Verwirrung, Plat. Rep. VII, 518 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτάραξις: -εως, ἡ, διατάραξις, σύγχυσις, Πλάτ. Πολ. 518Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
trouble, confusion.
Étymologie: ἐπιταράσσω.
Greek Monolingual
ἐπιτάραξις, ἡ (Α) επιταράσσω
διατάραξη, ταραχή, σύγχυση («διτταὶ γίγνονται ἐπιταράξεις ὄμμασιν, ἔκ τε φωτὸς εἰς σκότος... καί ἐκ σκότους εἰς φῶς», Πλάτ.).