εὐθυντής: Difference between revisions
From LSJ
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐθυντής]], ὁ (Α)<br />[[ευθύνω]]<br />[[εύθυνος]]. | |mltxt=[[εὐθυντής]], ὁ (Α)<br />[[ευθύνω]]<br />[[εύθυνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐθυντής:''' -οῦ, ὁ ([[εὐθύνω]]), [[κυβερνήτης]], [[άρχοντας]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = εὔθυνος, Pl.Lg.945b, 945c; δῆμος εὐθυντὴς χθονός cj. Markl. for αὐθέντης, E.Supp.442.
German (Pape)
[Seite 1071] ὁ, = εὔθυνος, Plat. Legg. XII, 945 b.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυντής: -οῦ, ὁ = εὔθυνος, Πλάτ. Νομ. 945Β, C· δῆμος εὐθυντὴς χθονός, ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl. ἐν Εὐρ. Ἱκ. 440 (ἀντὶ αὐθέντης).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
vérificateur des comptes.
Étymologie: εὐθύνω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
εὐθυντής: -οῦ, ὁ (εὐθύνω), κυβερνήτης, άρχοντας, σε Ευρ.