εὐήνιος: Difference between revisions
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (ΑΜ [[εὐήνιος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[υπάκουος]] στα [[ηνία]], αυτός που κυβερνιέται εύκολα με [[χαλινάρι]] (α. «εὐήνια ὀχήματα» β. «ἵπποι εὐηνιώτατοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που χειραγωγείται εύκολα, ο [[εύπλαστος]]<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>εὐήνια</i><br />με [[υπακοή]] («ἵππον εὐήνια προποδίζοντα»)<br />(για νόσο) αυτή που υποχωρεί, που θεραπεύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ηνίαι</i> «[[ηνία]]»]. | |mltxt=-ο (ΑΜ [[εὐήνιος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[υπάκουος]] στα [[ηνία]], αυτός που κυβερνιέται εύκολα με [[χαλινάρι]] (α. «εὐήνια ὀχήματα» β. «ἵπποι εὐηνιώτατοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που χειραγωγείται εύκολα, ο [[εύπλαστος]]<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>εὐήνια</i><br />με [[υπακοή]] («ἵππον εὐήνια προποδίζοντα»)<br />(για νόσο) αυτή που υποχωρεί, που θεραπεύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ηνίαι</i> «[[ηνία]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐήνιος:''' -ον ([[ἡνία]]), [[υπάκουος]] στο [[χαλινάρι]], [[ευπειθής]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἡνία)
A obedient to the rein, ἅρμα Emp.4.5; ὀχήματα Pl. Phdr.247b; ἵπποι -ώτατοι Id.R.467e; of persons, tractable, docile, Id.Lg.730b; τὸ ἀγαθὸν εὐ. ὄν Porph.Abst.2.39; of a disease, easily yielding, Hp.Virg.1; cf. εὐάνιος. Adv. -ίως patiently, tractably, Pl. Sph.217d, Plu.2.9b; ζῆν Arr.Epict.4.7.12.
German (Pape)
[Seite 1067] leicht zu zügeln, zu lenken; τὰ θεῶν ὀχήματα Plat. Phaedr. 247 b; ἐφ' ἵππων εὐηνιωτάτων Rep. V, 467 e; dem εὐπειθής entsprechend, Legg. IX, 880 a u. Sp.; bei Hippocr. = leicht zu heilen. – Adv., εὐηνίως καὶ ἀλύπως προσδιαλέγεσθαι, so daß man sich leicht leiten läßt, Plat. Soph. 217 c; εὐηνιώτατα, Antiph. bei VLL., εὖ ἔχοντα erkl.
Greek (Liddell-Scott)
εὐήνιος: -ον, (ἡνία) εὐπειθὴς εἰς τὰς ἡνίας, εὐχερῶς συρόμενος, ἅρμα Ἐμπεδ. 49· ὀχήματα Πλάτ. Φαῖδρ. 247Β· ἵπποι εὐηνιώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 467Ε· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ 730Β· ἐπὶ νόσου, ἡ εὐκόλως ὑποχωροῦσα εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ φαρμάκου, Ἱππ. 562, 50· πρβλ. εὐάνιος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐήνιον· καλῶς ἡνιοχούμενον, ἐπὶ μηδενὶ ἀνιώμενον, πρᾶον». - Ἐπιρρ. -ως, εὐπειθῶς, Πλάτ. Σοφιστ. 217C, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
docile au frein, facile à conduire ; en parl. de pers. docile, doux;
Sp. εὐηνιώτατος.
Étymologie: εὖ, ἡνία.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ εὐήνιος, -ον)
1. ο υπάκουος στα ηνία, αυτός που κυβερνιέται εύκολα με χαλινάρι (α. «εὐήνια ὀχήματα» β. «ἵπποι εὐηνιώτατοι», Πλάτ.)
2. (για ανθρώπους) αυτός που χειραγωγείται εύκολα, ο εύπλαστος
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εὐήνια
με υπακοή («ἵππον εὐήνια προποδίζοντα»)
(για νόσο) αυτή που υποχωρεί, που θεραπεύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηνίαι «ηνία»].
Greek Monotonic
εὐήνιος: -ον (ἡνία), υπάκουος στο χαλινάρι, ευπειθής, σε Πλάτ.